Πάμε!

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

14 ερωτήματα για το ΠΑΣΟΚ και την Ελλάδα

Του Σωκράτη Ξυνίδη
Στο ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν έγινε εκτίμηση-αξιολόγηση, όσων διαδραματίστηκαν την περίοδο από το 2004 μέχρι σήμερα. Όχι μέσα από την προσωπική ματιά του κάθε Προέδρου και των ομιλιών του, που δια βοής αποτελούσαν την εισήγηση που πάντα ετύγχανε εγκρίσεως. Παραδείγματος χάριν (και σε καμιά περίπτωση περιοριστικά) δεν απαντήθηκαν: 
1)Γιατί απέτυχε η κύρια στόχευση του Γιώργου Παπανδρέου να αλλάξει το ΠΑΣΟΚ σε ένα ανοικτό δημοκρατικό κόμμα; 
2)Η κίνηση του Ευάγγελου Βενιζέλου το βράδυ των εκλογών του 2007 να θέσει θέμα ηγεσίας, είχε πολιτική διάσταση ή ήταν απλά ζήτημα ικανοποίησης προσωπικών επιδιώξεων; 
3)Το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών το 2007 έγινε αποδεκτό από τους υποστηρικτές του Ευάγγελου Βενιζέλου ή εξακολούθησαν έναν εσωκομματικό εμφύλιο που οδήγησε μέχρι την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου το 2011; 
4)Τι ήταν η περίοδος 2009-2011; Μια περίοδος για την οποία το ΠΑΣΟΚ πρέπει να είναι περήφανο και να την υπερασπίζεται ή περίοδος που μέτριοι βρέθηκαν να διαχειρίζονται την τύχη της πατρίδας; 
5)Μπορούσε η κυβέρνηση Παπανδρέου να έχει πετύχει ένα καλύτερο αποτέλεσμα από εκείνο της επιβολής της τρόικας και του ΔΝΤ; 
6)Τι σήμαινε για την Ελλάδα το αποτέλεσμα της Συνόδου Κορυφής του Οκτωβρίου του 2011; 
7)Έπρεπε ο Γιώργος Παπανδρέου να επιμείνει στην απόφαση για δημοψήφισμα το 2011 ακόμη και αν έπεφτε η κυβέρνηση και πηγαίναμε στις πρόωρες εκλογές; Τι αποτελέσματα θα είχε η προσφυγή στις κάλπες; Τι επιπτώσεις θα είχε ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ στο τότε διαμορφωθέν ερώτημα του δημοψηφίσματος; 
8)Έπρεπε να μείνουν τα κομματικά μας στελέχη στις υπουργικές τους θέσεις μαζί με τα στελέχη της ΝΔ και του ΛΑΟΣ; Έπρεπε να δοθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον κ. Λουκά Παπαδήμο; 
9) Μετά την διπλή συντριβή των εκλογών του 2012 ήταν ορθή η συμμετοχή με υπουργούς στην κυβέρνηση Σαμαρά; 
10)Η κάθοδος στις Ευρωεκλογές του 2014 με το σχήμα της «Ελιάς» ήταν ορθή πολιτική επιλογή; 
11)Η επιλογή του Γιώργου Παπανδρέου να αποχωρήσει και να ιδρύσει παραμονές των εκλογών του 2015 το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών ήταν ορθή πολιτική επιλογή; 
12)Η άρνηση της κ. Γεννηματά να συνεργαστεί με το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών τον Οκτώβρη του 2015 ήταν ορθή πολιτική επιλογή; 
13)Η δημιουργία νέου πολιτικού φορέα-ομοσπονδίας κομμάτων (ΚΙΝΑΛ) ήταν ορθή πολιτική επιλογή; 
14)Πώς κρίνεται σήμερα η λειτουργία όλων των πολιτικών φορέων που συγκροτούν το ΚΙΝΑΛ αλλά και αυτού καθ’ εαυτού του ΚΙΝΑΛ; Αποτελεί ένα ανοικτό και δημοκρατικό κόμμα; 

Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια περιμένουν εσωκομματική πολιτική επεξεργασία και πολιτικές απαντήσεις που αφορούν την κοινωνία.

https://thecaller.gr/opinion/o-xynidis-grafei-sto-thecaller-ti-itan-i-periodos-2009-2011-kai-akomi-13-erotimata/



Οι απαντήσεις μου:
1. Διότι τα εξωτερικά συμφέρονται έπαιζαν μεγαλύτερο ρόλο στο ΠΑΣΟΚ από ότι νόμιζε.
2. Είχε πολιτική διάσταση. Ο ΒΒ εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα (βλέπε 1) τα οποία δεν έβλεπαν με καλο μάτι το Γιώργο Παπανδρέου, καθώς - όπως αποδείχτηκε ξεκαθαρα την περίοδο 2009-2011 - δεν μπορούσαν να τον ελέγξουν.
3. Δεν έγινε ποτέ αποδεκτό. 
4. Ήταν μια περόδος για την οποία όλοι οι προοδευτικοί Έλληνες θα πρέπει να είμαστε περήφανοι.
5. Όχι. Το διεθνές περιβάλλον ήταν εξαιρετικά εχθρικό απέναντι στην Ελλάδα μετά την αποκάλυψη ότι η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση (ΝΔ-Καραμανλής) έλεγε ψέματα στους εταίρους σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας.
6. Ήταν μια επιτυχία των εθνικών συμφερόντων.
7. Ναι έπρεπε. Αν γινόταν το δημοψήφισμα θα κέρδιζε το ΝΑΙ. Αν τον έριχναν και γινόταν εκλογές θα τις κέρδιζε. Αλλά κι αν δεν τις κέρδιζε το ΠΑΣΟΚ δε θα είχε καταστραφεί εκλογικά όπως έγινε στη συνέχεια.
8. Όχι. Αλλά από τη στιγμή που έγινε το παραπάνω λάθος (βλέπε 7) αυτό ήταν αυτονόητη συνέχεια
9. Όχι.
10. Όχι.
11. Ναι. Καθώς η ηγεσία ΒΒ δεν στήριξε ποτέ τις επιτυχίες της περιόδου 2009-2011 και μετέτρεψε το ΠΑΣΟΚ από κυρίαρχο κόμμα, σε δεκανίκι της ΝΔ, χωρίς μέλλον.
12. Όχι.
13. Ναι, σαν προσωρινό σχήμα για τη μετάβαση σε ένα ενιαίο κόμμα (ΠΑΣΟΚ), υπό συγκεκριμένες συνθήκες (χωρίς τους Βενιζελικούς π.χ. - βλέπε 2).
14. Ο καθένας κάνει ότι θέλει. Π.χ. στη συμφωνία των Πρεσπών που όλοι ήταν υπερ και βγήκε η Φώφη και τοποθέτησε το ΚΙΝΑΛ στην ίδια πλευρά με τη ΝΔ.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Γιούνκερ: Παραποιημένα τα ελληνικά στοιχεία την περίοδο 2004-2009


Ως ένα από τα σημαντικότερα «μαθήματα» της πορείας της Ευρωζώνης παρουσίασε ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ την ελληνική κρίση. Σε ομιλία του σε φόρουμ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Πορτογαλία, την Τετάρτη, ο κ. Γιούνκερ προέβη σε μια μικρή «ανασκόπησή» της, περιγράφοντας τα δραματικά γεγονότα του καλοκαιριού του 2015, αλλά και αφήνοντας αιχμές κατά της ελληνικής κυβέρνησης κατά την περίοδο 2004-2009.

Η τρίτη στιγμή ή το τρίτο μάθημα έρχεται από την Ελλάδα, όταν τον Οκτώβριο του 2009, η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι τα επίσημα στοιχεία διαστρέβλωναν την εικόνα για το πραγματικό χρέος και τα ελλείμματα της χώρας για χρόνια. Από το 2004 έως το 2010 η Κομισιόν είχε στείλει δέκα φορές αντιπροσωπείες στην Αθήνα με σκοπό τη βελτίωση της αξιοπιστίας των στοιχείων. Ωστόσο, όπως ανέφερε ο κ. Γιούνκερ, ορισμένα κράτη-μέλη, μέσω πρωθυπουργών και υπουργών Οικονομικών, αντιστέκονταν να συμμορφωθούν σε μία αυστηρότερη ευρωπαϊκή νομοθεσία, υποστηρίζοντας ότι η εθνική αυτοκυριαρχία είναι σημαντικότερη από αξιόπιστα στοιχεία, προσθέτοντας:

«Ηταν και δική μου ευθύνη που τότε ήμουν μεταξύ εκείνων που ψήφισαν κατά της αύξησης της ισχύος και του ανεξάρτητου ρόλου της Eurostat. Αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος. Αν όλα είχαν γίνει σωστά, δεν θα είχαμε ζήσει την ελληνική κρίση με τον τρόπο που την βιώσαμε», συμπλήρωσε.

Αναφερόμενος στο καλοκαίρι του 2015, όταν η Ελλάδα κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης Τσίπρα βρέθηκε κοντά στην έξοδο από το κοινό νόμισμα, τόνισε πως «δώσαμε μάχη για να κρατήσουμε την Ελλάδα εντός ευρώ. Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται εκεί όπου ανήκει, στην καρδιά της Ευρώπης και του ευρώ».

«Μία μάχη για να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις, οι ιδεολογίες και η κακή διαχείριση. Μία μάχη για να πετύχουμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την ευθύνη, αλλά και να προστατεύσουμε το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συνολικά. Μία μάχη, κατά την οποία οι απαιτούμενες προσπάθειες θα έπρεπε να βγάζουν νόημα για τις ζωές των Ελλήνων. Μία μάχη για να βρεθούν ευρωπαϊκές λύσεις σε ευρωπαϊκά προβλήματα», ανέφερε.

«Βέβαια, η πραγματική προσπάθεια και το πραγματικό κουράγιο ήταν του ελληνικού λαού. Η δουλειά μας ήταν να τους στηρίξουμε», υπογράμμισε ο κ. Γιούνκερ.


https://www.kathimerini.gr/1029715/article/epikairothta/politikh/gioynker-parapoihmena-ta-ellhnika-stoixeia-thn-periodo-2004-2009?fbclid=IwAR1Jj7lHpCrtPPdbrOOe3Vdi6HzdiG2AQvnRYAhka_7ZUJhwkQxdCnirf28

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Περί ιθαγένειας και εθνότητας με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών


του Χάρη Παμπούκη


Ανεξαρτήτως εάν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με τη συμφωνία των Πρεσπών με την οποία λύθηκαν διάφορα θέματα κυρίως το ονοματολογικό και διευκρινίσθηκε η διαφορετική ιστορική καταγωγή της γείτονος και κυρίως εάν υπάρχει συμφωνία ή διαφωνία με εάν ήταν ή όχι εθνικά επωφελής η λύση σε σχέση με τη μη λύση και τη διαιώνιση διαφορών σε μία εποχή εξάρσεως της τουρκικής επιθετικότητας, είναι καθήκον πιστεύω των ακαδημαϊκών να διευκρινίζουν θέματα ειδικότητάς τους προσφέροντας γνώση σε μία πολιτική αντιπαράθεση.

Υπό αυτήν την ιδιότητα και μόνο –ως καθηγητής του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η θεματική της ιθαγένειας– είναι συνεπώς καθήκον μου να διαφωτίσω για ορισμένες έννοιες που έχουν (ηθελημένα ή μη) διαστρεβλωθεί σε αυτή τη δημόσια αντιπαράθεση και κυρίως αυτές της ιθαγένειας και της εθνικότητας.
Ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός του κάθε κράτους με τους πολίτες του [1]. Κάθε κράτος έχει κατ’ αρχήν ελεύθερα το δικαίωμα να ορίζει τους πολίτες του. Συνώνυμος στην ελληνική γλώσσα του όρου «ιθαγένεια» είναι η υπηκοότητα [2].

Επομένως, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι ο όρος «ιθαγένεια» ταυτίζεται με το κράτος και μόνο. Δεν αφορά σε έθνος ούτε και θα μπορούσε, γιατί το έθνος δεν είναι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου.

Επίσης, είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι ο όρος «ιθαγένεια-υπηκοότητα» τόσο στην αγγλική όσο και στη γαλλική αντιστοιχεί στους όρους nationality- citizenship [3] και nationalité [4]. Και στην αγγλική ο όρος διαφέρει σαφώς από τον όρο ethnicity (ο οποίος πράγματι αντιστοιχεί στον όρο «εθνότητα») –και γαλλικά αντίστοιχα ethnicité– και σημαίνει ανήκειν σε εθνοτικό κοινωνικό σύνολο όχι με νομικό δεσμό αλλά πολιτισμικά. Δεν είναι συνεπώς σωστό αυτό που ακούγεται ότι με τη συμφωνία αναγνωρίστηκε εθνότητα διότι δήθεν αποδόθηκε ο όρος nationality-citizenship με τον όρο «ιθαγένεια» αντί του όρου «εθνότητα» και αυτό έγινε επί σκοπώ να παραπλανηθεί ο ελληνικός λαός. Παρά τις διάφορες ατέλειες που πάντα έχει μία μετάφραση, εν προκειμένω ορθά αποδίδεται στα ελληνικά ο όρος nationality-citizenship με τον όρο «ιθαγένεια» (υπηκοότητα). Η κριτική εν προκειμένω είναι λάθος και το επιχείρημα έωλο.

Το έθνος ορίζεται με βάση ορισμένα στοιχεία, κυρίως τη γλώσσα, τη θρησκεία (ομόθρησκο), τις κοινές παραδόσεις, την κοινή ιστορική καταγωγή (το ομόμαιμο) και υποδηλώνει τον δεσμό με ορισμένη ομάδα ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά. Δεν ταυτίζεται με το κράτος, το οποίο αποτελείται από έδαφος, λαό και κυβέρνηση και μόνο μπορεί να είναι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Ας σημειωθεί επίσης ότι υπάρχουν έντονες διαφωνίες και ως προς τον ίδιο τον ορισμό του έθνους, π.χ. άλλοι περιλαμβάνουν και το ομόθρησκο –γνώμη με την οποία συμφωνώ– άλλοι όχι. Σημαντικό είναι εν προκειμένω να λεχθεί ότι το έθνος και το κράτος διαφέρουν και επομένως η ιθαγένεια-υπηκοότητα με την εθνότητα. Η ιθαγένεια είναι η ιδιότητα, ο νομικός δεσμός με το κράτος και η εθνότητα είναι ο δεσμός με ένα έθνος. Η διεθνής κοινωνία βασίζεται στα κράτη, μετά τη Συνθήκη των Βετσφαλιών (1648), τα οποία είναι υποκείμενα του διεθνούς δικαίου και όχι στα έθνη τα οποία δεν είναι.

Να το παραστήσουμε όσο απλά γίνεται: σε ένα κράτος μπορεί να υπάρχουν πολλά έθνη (και στο πλαίσιο αυτό των μειονοτήτων τίθεται και το θέμα αναγνώρισης εθνοτήτων, δηλαδή εντός του κράτους και για την προστασία τους, όχι όμως ταυτιζόμενο με το κράτος) και ένα έθνος μπορεί να υπάρχει σε πολλά κράτη (η Ελλάδα είναι περίτρανο τέτοιο παράδειγμα). Το έθνος δεν είναι υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Το τελευταίο ασχολείται μαζί του μόνο σε σχέση με την προστασία των μειονοτήτων. Επίσης, στο εσωτερικό δίκαιο η έννοια έθνος χρησιμοποιείται περιορισμένα. Συνδέεται κατά υπάλληλο τρόπο με το δίκαιο της ιθαγένειας (και λαμβάνεται υπόψη ως προς την ελάφρυνση όρων κτήσης ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση προκειμένου περί ομογενών).

Στη συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ των κρατών Ελλάδας και FYROM αντικείμενο είναι, και δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς, το όνομα του κράτους της βορείου γείτονος και η συνακόλουθη ονομασία της ιθαγένειας-υπηκοότητας των πολιτών της. Δεν ασχολείται αυτή η συμφωνία με θέματα εθνότητας. Δεν έχει ως αντικείμενο π.χ. την προστασία της ελληνικής εθνότητας στη FYROM (ακόμη) και αντίστοιχα της «μακεδονικής» εθνότητας στην Ελλάδα. Είναι συμφωνία μεταξύ κρατών για θέματα ονομασίας κράτους και ιθαγένειας και όχι συμφωνία μεταξύ κράτους και έθνους ή συμφωνία με αντικείμενο εθνοτικά θέματα εντός των δύο αυτών κρατών.

Επομένως, είναι σαφές ότι η συμφωνία αυτή –καλή ή κακή, άλλο θέμα στην κρίση των πολιτών– πάντως δεν αναγνωρίζει εθνότητα (περιορισμένα αναφέρεται σε δύο από τα συστατικά της, τη γλώσσα και την ιστορία, αρνητικά για να διευκρινίσει απλώς ότι δεν είναι ελληνική) ούτε και θα μπορούσε να αναγνωρίσει, όπως εσφαλμένα ακούγεται. Διότι, επαναλαμβάνω, η αναγνώριση έθνους είναι περιορισμένη μόνο σε θέματα (εντός κράτους) προστασίας μειονοτήτων και η συγκεκριμένη συμφωνία αφορά μόνο κράτη και όχι έθνη.

Δεν θα προέβαινα σε αυτές τις δημόσιες διευκρινίσεις εάν, λόγω του δημόσιου διαλόγου συχνά φορτισμένου εξαιτίας έντονης πολιτικής αντιπαλότητας, δεν προκαλείτο σύγχυση και στους φοιτητές μας! Στους οποίους εξηγώ τις διαφορές αυτές με επιστημονική ψυχραιμία και με δεδομένο ότι το ζήτημα είναι διεθνώς επιστημονικά κοινότοπο.

Η πολιτική είναι εν μέρει και αντιπαράθεση (έχει και άλλα θετικά στοιχεία που λείπουν σήμερα, όπως όραμα, πρόταση, σχεδιασμό). Αλλά η πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να στηρίζεται στην αλήθεια, όχι στη διαστρέβλωση, στην ψυχραιμία και όχι στο πάθος. Αυτό είναι θέμα δημοκρατίας και ένα λάθος στο οποίο υποπίπτουν σχεδόν όλοι ρίχνοντας νερό στον μύλο του λαϊκισμού, που μετασχηματίζεται, αποκτά ολοκληρωτικά και βίαια χαρακτηριστικά και δημιουργεί κίνδυνο για τη δημοκρατία ή έστω την ομαλή λειτουργία της. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάνε οι πολιτικοί μας την παιδαγωγική τους διάσταση και την εξαιτίας της απώλεια της λαϊκής εμπιστοσύνης με αποτέλεσμα την κατάληξη σε ολοκληρωτικές διχαστικές καταστάσεις που έχουν ως αφετηρία τους το ψέμα και το μίσος και καταλήγουν σε βία. Αυτή η παιδαγωγική του ψέματος και της έξαρσης οδηγούν την πλειονότητα του λαού σε ακραίες μη ορθολογικές αντιδράσεις και κρίσεις. Η παιδαγωγική της εξουσίας είναι μεγάλη ευθύνη των πολιτικών και δεν πρέπει να τη θυσιάζουν στον βωμό του αγώνα για την πρόσκαιρη εξουσία διεγείροντας και παρασύροντας τον λαό σε αδιέξοδα ψέματα, τα οποία φυσικά διαψεύδονται προκαλώντας αντιδράσεις και απώλεια λαϊκής εμπιστοσύνης.

Ας γίνει ένας ψύχραιμος διάλογος για το θέμα αυτό, μία πολιτισμένη αντιπαράθεση θεμιτή πολιτικά με βάση επιχειρήματα, όχι ανακρίβειες. Και κυρίως ένας λαός, ο λαός μας, ο οποίος έχει ακριβά πληρώσει ιστορικά και πολλές φορές τη διχόνοια, να μη χωριστεί σε προδότες και μη. Αυτοί που δεν είναι πατριώτες είναι όσοι καλλιεργούν έναν τέτοιο λόγο όχι αντιπαραθετικό αλλά διχαστικό. Γιατί πριν ασχοληθούμε με την ιστορία των άλλων, καλό είναι να θυμόμαστε τη δική μας. Πριν από τον αγώνα για την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Ιστορίας μας, να την τιμούμε αποφεύγοντας λάθη που ιστορικά τα πλήρωσε ο λαός μας.


[1] Παπασιώπη - Πασιά, Δίκαιο ιθαγένειας 8η έκδοση, Σάκκουλας, 2011.

[2] Παπασιώπη - Πασιά, όπ.π.

[3] Βλέπετε στα συγγράμματα που δεσπόζουν: Dicey / Morris / Collins, Conflict of laws, & Cheshire and North, Private International Law, αλλά και πιο απλά κάποιος να κοιτάξει στην Wikipedia το λήμμα British nationality law ή την ονομασία του βρετανικού νόμου για την ιθαγένεια που επιγράφεται British Nationality Act 1981, καθώς και τους όρους που χρησιμοποιούν στην αγγλική εκδοχή τους όλες οι συμβάσεις της Διεθνούς Συνδιασκέψεως της Χάγης, οι οποίες είναι συμβάσεις πολυμερείς σε θέματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που εκπονήθηκαν από τη Συνδιάσκεψη της Χάγης και αρκετές εκ των οποίων χρησιμοποιούν τον όρο «ιθαγένεια».

[4] Βλέπετε το εγχειρίδιο του P. Lagarde, La nationalité française 4, Dalloz, Paris, 2011.

* Ο κ. Χάρης Π. Παμπούκης είναι καθηγητής ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών του ΕΚΠΑ – τέως υπουργός Επικρατείας.



http://www.kathimerini.gr/973752/article/epikairothta/politikh/apoyh-peri-i8ageneias-kai-e8nothtas-me-aformh-th-symfwnia-twn-prespwn?fbclid=IwAR1-56fED_XdHE1HKeyzzAzTRodpVdqBQDxbtFNvYv8cRmRiNDPLIofPc5w

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Αποτελέσματα δημοψηφίσματος ΠΓΔΜ - Μια άλλη προσέγγιση


Πολλές απόψεις ακούγονται και γράφονται για το αποτέλεσμα του προχθεσινού δημοψηφίσματος στην ΠΓΔΜ.

Οι περισσότερες συγκλίνουν στο ότι το αποτέλεσμα ήταν ατυχές για τον πρωθυπουργό Ζάεφ και την κυβέρνησή του που επιθυμούσαν επικράτηση του ΝΑΙ και ταυτόχρονα συμμετοχή άνω του 50%.

Η άποψή μου είναι ότι ο Ζάεφ τα πήγε καλά στο δημοψήφισμα.
Δεν πέτυχε όλους τους στόχους του, δεν θριάμβευσε πετυχαίνοντας συμμετοχή μεγαλύτερη του 50% με ταυτόχρονη επικράτηση του ΝΑΙ, αλλά τα πήγε καλά και μπορεί να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Την αναθεώρηση του συντάγματος της ΠΓΔΜ δηλαδή, με βάση τη συμφωνία των Πρεσπών.

Από που συνάγω αυτό το συμπέρασμα;
Εξηγούμαι:
Στο Δημοψήφισμα ήταν εγγεγραμένοι στους εκλογικούς καταλόγους 1.806.336 ψηφοφόροι.
Ψήφισαν 666.734 (συμμετοχή 36,9%)
Άκυρα/Λευκά 19.221
Έγκυρα 647.513
ΝΑΙ 609.813 (94,2%)
ΟΧΙ 37.700 (5,8%)

Στις τελευταίες Βουλευτικές εκλογές το 2016 ήταν εγγεγραμένοι στους καταλόγους 1.784.416 και από αυτούς ψήφισαν οι 1.191.832. Η συμμετοχή είχε φτάσει δηλαδή στο 66,8%.

Αν το δημοψήφισμα είχε συμμετοχή, όχι απλά 50%, αλλά 66,8% όση και στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (παρότι γενικά η συμμετοχή στα δημοψηφίσματα είναι μικρότερη), θα είχαν ψηφίσει 1.806.336 επί 66,8% = 1.206.473 ψηφοφόροι.
Δηλαδή 1.206.473 - 666.734 = 539.739 περισσότεροι από όσοι πήγαν στις κάλπες του δημοψηφίσματος στην πραγματικότητα.

Ακόμη κι αν όλοι αυτοί οι επιπλέον ψηφοφόροι ψήφιζαν μαζικά το ΟΧΙ (πράγμα πρακτικά απίθανο), τότε το ΟΧΙ θα συγκέντρωνε συνολικά 37.700 + 539.739 = 577.439 ψήφους.

Δεδομένου ότι το ΝΑΙ θα παρέμενε στις 609.813 ψήφους, τα ποσοστά σε αυτό το σενάριο θα διαμορφώνονταν ως εξής:
ΝΑΙ 
609.813 (51,4%)
ΟΧΙ 
577.439 (48,6%)

Συνεπώς μπορεί η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ να μην είδε να γίνεται πράξη το 50% συμμετοχής που επιθυμούσε, αλλά η ανάλυση του αποτελέσματος υπό αυτό το πρίσμα δείχνει πως η πλειοψηφία της κοινωνίας, έστω και οριακά, την στηρίζει σε αυτό το θέμα.

σχετικά links:


https://en.wikipedia.org/wiki/Macedonian_referendum,_2018

https://en.wikipedia.org/wiki/Macedonian_parliamentary_election,_2016

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Ο πραγματικός στόχος πίσω από την αφωνία του Κώστα Καραμανλή


του Γιώργου Παπαχρήστου
Στα όσα απίθανα συμβαίνουν στην ελληνική πολιτική σκηνή, αναμφίβολα, ξεχωριστή θέση κατέχει ένα πραγματικό «μετέωρο», που όμοιό του δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς, όσο κι αν το αναζητήσει στο βάθος των δεκαετιών της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας. Ακαμπτο. Ακούνητο. Αμίλητο. Μια ασώματος κεφαλή. Ενα δικό μας Ράσμορ. Αυτό το «μετέωρο» έχει ονοματεπώνυμο: λέγεται Κωνσταντίνος Καραμανλής του Αλεξάνδρου, είναι 62 ετών και έχει διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας για πέντε χρόνια, έξι μήνες και είκοσι επτά ημέρες. Περίοδο, ίσως, από τις δυστυχέστερες της χώρας στους περίπου δύο αιώνες της ύπαρξής της, αν κρίνει κανείς εκ του αποτελέσματος. Μια αντικειμενική αποτίμηση, απαλλαγμένη από τη μυθολογία με την οποία έχουν περιβάλει οι οπαδοί του αυτά τα πεντέμισι χρόνια διακυβέρνησης, θα καταλήξει στο ότι κατά τη διάρκεια αυτής της σχετικά βραχύβιας θητείας ο θαυμαστός κύριος Καραμανλής ως πρωθυπουργός επέτυχε:
– να οδηγήσει τη χώρα στα βράχια της χρεοκοπίας και να δραπετεύσει επιτηδείως, λίγο πριν από το ναυάγιο
– να αναγορεύσει το «ρουσφέτι» ως το απόλυτο μέσο προσέγγισης και εκμαυλισμού των ψηφοφόρων
– να καταργήσει κάθε είδους αξιοκρατία στον δημόσιο βίο
– να καταστήσει κολλητούς, κουμπάρους, συγγενείς και φίλους ως παράγοντες του δημόσιου βίου
– να ενταθεί και να διευρυνθεί η δράση της διαπλοκής σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτή να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη χώρα
– να απαξιωθεί η πολιτική ως έννοια και οι πολιτικοί ως πρόσωπα
– να πληγούν καίρια οι θεσμοί της πολιτείας και ιδίως εκείνος της Δικαιοσύνης
– να υπονομευθεί η λειτουργία του Κοινοβουλίου και να καταστεί αυτό μέσο εξυπηρέτησης των κυβερνητικών και κομματικών επιδιώξεων, και εν τέλει
– να καταστήσει τη «ραστώνη», από τρόπο ζωής, επάγγελμα!

Για όλα αυτά, και κυρίως για το πρώτο εξ αυτών απέφυγε πεισματικά να δώσει την παραμικρή εξήγηση.
Δεν είπε λέξη όταν εξαιτίας του, λόγω του υπέρογκου δανεισμού, της αλόγιστης σπατάλης, της δράσης της διαπλοκής και των εκατοντάδων χιλιάδων διορισμών, η χώρα τέθηκε υπό τον έλεγχο των δανειστών και του διεθνούς παράγοντα.
Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη για μια απολογιστικού χαρακτήρα συγγνώμη, βλέποντας και διαπιστώνοντας την καταστροφή της μεσαίας τάξης λόγω των Μνημονίων. Δεν αντέκρουσε, έστω με ένα αντεπιχείρημα, καμία από τις βαριές κατηγορίες που διατυπώθηκαν για τα όσα συνέβησαν επί των ημερών του και τα οποία είχαν τα γνωστά αποτελέσματα.

Παρακολουθεί απαθής επί εννέα χρόνια τώρα αυτό που συμβαίνει και συμπεριφέρεται ωσάν να μην τον αφορά τίποτα εξ όσων μεσολάβησαν. Οχυρωμένος πίσω από την ιδιότυπη ασυλία που δημιούργησαν γι" αυτόν τόσο η κυβέρνηση Σαμαρά όσο και η κυβέρνηση Τσίπρα, απολαμβάνει όσα προνόμια του παρέχει η ιδιότητα του πρώην πρωθυπουργού και εκ παραλλήλου αυτάρεσκα υποδέχεται όσα κάνουν οι άνθρωποί του εις βάρος του κόμματος του οποίου ηγήθηκε και εξακολουθεί να αποτελεί μέλος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Ως επικεφαλής φύσει και θέσει ενός ρεύματος με θολά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά, εντός της Νέας Δημοκρατίας, αποδέχεται συμπεριφορές και πρακτικές ανθρώπων που ομνύουν στο όνομά του, αλλά αποφεύγει συστηματικά να τις αποθαρρύνει ή να τις αποτρέψει. Ακούει τον υπουργό Αμυνας της κυβέρνησης Τσίπρα να επιτίθεται κάθε τόσο (ακόμη και χθες στη ΔΕΘ) στη ΝΔ και τον πρόεδρό της δηλώνοντας ταυτόχρονα «καραμανλικός», αλλά σιωπά, αντί να τον αποδοκιμάσει. Παρακολουθεί τη βουλευτή κυρία Παπακώστα να εισέρχεται στην κυβέρνηση ως «καραμανλική», αλλά δεν κάνει το αυτονόητο – να διαχωρίσει τη θέση του. Βλέπει τον άλλοτε εκπρόσωπο Τύπου του Βαγγέλη Αντώναρο να συνδιαλέγεται με την κυβέρνηση και να πλαγιοκοπεί τη ΝΔ ως «καραμανλικός», αλλά το ελάχιστο που οφείλει να κάνει, να τον αποκηρύξει επωνύμως και ευθαρσώς, δεν το κάνει.

Η τελευταία φορά που τον ακούσαμε να μιλάει ήταν τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 2009 στο Ζάππειο, όταν ως ηττημένος των εκλογών δήλωνε, μεταξύ άλλων:
«Θα παραμείνω στην πρώτη γραμμή, θα στηρίξω τις αποφάσεις που θα ληφθούν, αλλά δεν θα είμαι υποψήφιος (για πρόεδρος του κόμματος). Θα παραμείνω στην πρώτη γραμμή των αγώνων για το εθνικό συμφέρον».
Αλλά εννέα χρόνια έκτοτε, η μόνη πρώτη γραμμή που επιλέγει είναι αυτή στο τέλος της αίθουσας όπου συνεδριάζει το Κοινοβούλιο – κι αυτό, όποτε παρίσταται. Και η μόνη του συμμετοχή στις εργασίες της Βουλής, όλα αυτά τα χρόνια, είναι χαιρετούρες με βουλευτές και καλαμπούρια με διάφορους «χιουμορίστες» που, όπως και τότε που κυβερνούσε, έτσι και τώρα, έχουν αναλάβει τον ρόλο του γελωτοποιού του βασιλιά. Στα ουσιαστικά, τα σοβαρά, τα πραγματικά εθνικά προβλήματα, είναι εντυπωσιακά, και σταθερά, απών.

Η συμφωνία των Πρεσπών, προνομιακό πεδίο γι" αυτόν ώστε – επιτέλους! – να μιλήσει και να επικρίνει έστω για μία φορά την κυβέρνηση Τσίπρα, σχολιάστηκε από το γραφείο του, με τα χίλια ζόρια, με ένα κείμενο τόσο αλληγορικό και μπερδεμένο, ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς τι θέλει να πει ο ποιητής:
«Η ομιλία της κυρίας Μπακογιάννη αποτυπώνει με ακρίβεια το πλαίσιο της πολιτικής της τότε κυβέρνησης για το θέμα των Σκοπίων, με κατάληξη το Βουκουρέστι, όπως και τις ουσιώδεις διαφορές της από την πολιτική και την τακτική της σημερινής κυβέρνησης».
Αφού υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, γιατί δεν πήρε τον λόγο να τις επισημάνει, κατά τις τόσες συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή; Δύο εκδοχές υπάρχουν: ή δεν ήθελε να τα «σπάσει» με τον Πρωθυπουργό Τσίπρα, με τον οποίο γύρευε τι συμφωνίες ασυλίας έχει συνάψει, ή ούτε ο ίδιος πίστεψε ποτέ στην «επιτυχία» τού Βουκουρεστίου, την οποία επικαλούνται με τόση ένταση οι οπαδοί του. Αλλη εξήγηση δεν υπάρχει.

Ο μύθος που τον περιβάλλει είναι ότι «παρακολουθεί, αποτιμά και κρίνει». Τι παρακολουθεί; Και για ποιον αποτιμά; Και σε ποιον μεταδίδει αυτές τις σοφείς αποτιμήσεις του; Αγνωστο. Η ουσία είναι ότι εξαιτίας αυτής της πραγματικά απίθανης στάσης επιβιώνουν πολιτικά διάφοροι που αυτοαναγορεύονται σε κήρυκες της αλήθειας του: ο βουλευτής Υπολοίπου Αττικής Βλάχος, ας πούμε. Μιλάει ο Βλάχος, και τα μέσα ενημέρωσης σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι «εκφράζει τις απόψεις Καραμανλή». Ποιες απόψεις; Αυτές που καθαγιάζουν τον Καραμανλή και τα πεντέμισι καταστροφικά χρόνια της διακυβέρνησής του.

Τα πρώτα χρόνια της αφωνίας του, όλοι εκτιμούσαν ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του να αρθρώσει έστω και μία σοβαρή εξήγηση για το πώς οδηγήθηκε επί των ημερών του η χώρα στη χρεοκοπία. Τώρα, όμως, είναι προφανές ότι ο «άφωνος» Καραμανλής στοχεύει στον καθολικό εξαγνισμό του μέσα από την προεδρική εκλογή του 2020. Με δεδομένο τον ΣΥΡΙΖΑ, που όχι μόνο δεν αντιπολιτεύεται αλλά συνεργάζεται εμμέσως μαζί του, και με πιο δεδομένο τον Κυριάκο Μητσοτάκη που έχει δεμένα τα χέρια, λογικό είναι να πιστεύει ότι διά περιπάτου θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Γιατί όχι άλλωστε; Στην Ελλάδα όλα μπορεί να συμβούν. Ακόμη και αυτό. Θα είναι ένα απτό δείγμα της επιτυχίας του να καταστήσει την αναξιοκρατία και την τεμπελιά ως το απόλυτο προσόν για οτιδήποτε…


http://www.tanea.gr/print/2018/09/12/opinions/politikes-apopseis/stigma-9/