Πάμε!

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Ομιλία Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου για τα εθνικά μας θέματα στη Βουλή


Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ήθελα να ξεκινήσω εκφράζοντας τα θερμά συλλυπητήρια της Κυβέρνησης, αλλά και όλου του Ελληνικού λαού, στις οικογένειες των θυμάτων της σημερινής αποτρόπαιης τρομοκρατικής επίθεσης στο αεροδρόμιο της Μόσχας. Πρέπει να γνωρίζουν ότι, τη δύσκολη αυτή ώρα, ο Ελληνικός λαός βρίσκεται πλάι τους.

Κυρίες και κύριοι, η εξωτερική πολιτική, μαζί με την αμυντική μας ικανότητα, υπηρετεί το αγαθό της ασφάλειας της χώρας, της προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Σε μια δημοκρατική χώρα όπως είναι η Ελλάδα, η εξωτερική πολιτική υπηρετεί τις αποφάσεις του Ελληνικού λαού, προασπίζει την ανεξαρτησία και την ελευθερία, προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δημοκρατικά δικαιώματα, όπως ορίζει και το Σύνταγμα της χώρας.

Αν σήμερα θεωρούμε αυτονόητο καθήκον να υπηρετήσουμε τις αξίες αυτές, ας μην ξεχνάμε ότι η ιστορία της πατρίδας μας δείχνει ότι αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Αυτές οι επιταγές δεν ήταν πάντα αυτονόητες. Διότι η ιστορία μας δείχνει ένα ελληνικό κράτος άλλοτε εξαρτημένο, άλλοτε υπόδουλο, άλλοτε διχασμένο, άλλοτε σε αναζήτηση του ισχυρού προστάτη ή κηδεμόνα.

Από την άλλη, η ιστορία του λαού μας, έχει σημαδευτεί από τους συνεχείς αγώνες του να αποτινάξει αυτές τις δουλείες, την εξάρτηση σε όλες τις μορφές της, καθώς και τις πρακτικές, αλλά και αντιλήψεις, πελατειακές, διχαστικές και αυταρχικές, που συνόδευαν αυτές τις καταστάσεις και διαμόρφωναν ακόμα και την εσωτερική πολιτική σκηνή.

Η εμπειρία του 1967-1974, με αποκορύφωμα την τραγωδία της Κύπρου, αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία, που άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο και απαίτησε μια στροφή στην εξωτερική μας πολιτική. Ήταν το κεφάλαιο του απογαλακτισμού της χώρας μας, αλλά και της κοινωνίας μας, από αντιλήψεις εξάρτησης, από την ψευδαίσθηση ότι, μια υπερδύναμη ή μια συμμαχία, το ΝΑΤΟ, μπορούσαν, αρκούσαν ή και ήθελαν να προστατεύσουν κυριαρχικά μας δικαιώματα ή και τους δημοκρατικούς μας θεσμούς.

Συνειδητοποίησε ο Ελληνικός λαός ότι έπρεπε να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του, εξ ου και η φράση «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», μια φράση που είναι στο DNA της παράταξής μας, η οποία απλά αποτύπωσε αυτή την ιστορική ανάγκη.

Αυτή η μεγάλη στροφή, που αποτελεί, όταν υπηρετείται σωστά, και την πλατιά δημοκρατική βάση συναίνεσης για την άσκηση της σημερινής εξωτερικής πολιτικής, χαρακτήρισε και την εξωτερική πολιτική των επόμενων δεκαετιών.

Η δημοκρατική αλλαγή έβαλε το στρατό στο ρόλο που επιτάσσει ένα δημοκρατικό Σύνταγμα και η Πολιτεία αποφάσισε να επενδύσει σε μια εθνική άμυνα, ικανή να προασπίσει κυριαρχικά δικαιώματα, χωρίς να στηρίζεται σε δάνειες δυνάμεις. Και επί τέσσερις δεκαετίες τώρα, ο Ελληνικός λαός πληρώνει αγόγγυστα, αλλά ακριβά, αυτή την εθνική επιλογή.

Καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη δεν επιβαρύνθηκε όσο η Ελλάδα. Θέλουμε το μέρισμα ειρήνης, ώστε τα χρήματα αυτά να επενδύονται σε κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές. Και δίνουμε μάχες γι’ αυτό. Όμως, μέχρι τότε, αυτή η πτυχή αποτελεί το δεύτερο διαχρονικό στοιχείο της εξωτερικής μας πολιτικής, δηλαδή η αμυντική μας ικανότητα.

Ένα τρίτο στοιχείο κεντρικής πολιτικής κατεύθυνσης είναι η πολυμερής εξωτερική πολιτική. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν», όπως θα ήταν και το «ανήκομεν εις την Ανατολήν», αποτελούσε μια μονοσήμαντη επιλογή. Με τον Ψυχρό πόλεμο, η άσκηση πολυμερούς εξωτερικής πολιτικής ήταν μια επιλογή δύσκολη, παρότι οι Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ έκαναν τότε προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.

Όμως, αυτό αποτελεί σήμερα ένα δεδομένο – πιστεύω, μια βάση ευρύτερης συναίνεσης για την εξωτερική μας πολιτική.

Τέταρτο στοιχείο, παρά τις όποιες αντιπαραθέσεις και διαφορές είχαμε στο παρελθόν, είναι η ευρωπαϊκή μας συμμετοχή και ταυτότητα, που ενισχύει την ικανότητά μας για πρωτοβουλία, πολλαπλασιαστικά, παντού.

Σήμερα, μια Ευρώπη που έχει ξεπεράσει τη διαίρεση του Ψυχρού πολέμου, είναι μια Ευρώπη διαφορετική και, το στοίχημά της είναι να γίνει παράδειγμα, όχι απλώς για την ειρήνη, αλλά παράδειγμα και όχημα για ένα πρότυπο εξανθρωπισμού της παγκοσμιοποίησης.

Και βέβαια, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αποδείξει, επίσης, ότι μπορεί να γίνει παράδειγμα αποτελεσματικής και δίκαιης αντιμετώπισης της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης από το 1929. Κάτι που, βεβαίως, μένει ακόμα να αποδειχθεί.

Γι’ αυτό και η δική μας επίκληση, και συνταγματικά ακόμα, του Διεθνούς Δικαίου, μιας ευνομούμενης παγκόσμιας διακυβέρνησης, δεν είναι τυχαία. Ταυτίζεται με αρχές που εκπροσωπεί η ίδια η Ένωση, με την καλύτερή της εκδοχή.

Η Ελλάδα έχει δείξει ότι μπορεί να αξιοποιήσει αυτή την ευρωπαϊκή θέση, ιδιαίτερα διότι προωθεί την Ευρώπη των αξιών. Η παρουσία μας στα Βαλκάνια, οι σχέσεις μας με την Τουρκία, η οικονομική διπλωματία, η «πράσινη διπλωματία», η προώθηση της πράσινης, ποιοτικής ανάπτυξης, η οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και η ταύτισή μας με αρχές, όπως της Ολυμπιακής Εκεχειρίας, δεν είναι αντιφατικά, αλλά ενισχύονται από την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα και συμμετοχή.

Τέλος, πέμπτο στοιχείο μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής, που μπορεί να ενώσει τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας, κοινή και διαχρονική βάση της εξωτερικής μας πολιτικής, θεωρώ ότι αποτελεί για όλους μας, ο ελληνικός πολιτισμός και ο Ελληνισμός της διασποράς. Είναι συνείδηση πια σήμερα, ότι η έννοια «Ελλάδα» ταυτίζεται με μερικές από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές της ανθρωπότητας. Από τη Δημοκρατία μέχρι το θέατρο, από την επιστήμη μέχρι τη λογοτεχνία. Παραδόσεις πανανθρώπινες, σε μια παγκόσμια κοινωνία που ψάχνεται – πράγματι, ψάχνεται – για κοινές αξίες και επικοινωνία.

Και αυτό θεωρώ σημερινό μας στοίχημα. Το στοίχημα ενός νέου πατριωτισμού. Η Ελλάδα των αξιών, των πρωτοβουλιών, της συνέπειας, της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, της Δημοκρατίας και της ειρήνης. Αξίες που μας εκπροσωπούν. Που δίνουν ισχυρή και θετική ταυτότητα στη χώρα μας και αναδεικνύουν τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, δίνοντας αυτοπεποίθηση στον Ελληνικό λαό και που η τήρησή τους, διεθνώς, μας προστατεύει.

Πάγια πεποίθησή μου, είναι πως η εξωτερική πολιτική πρέπει να ενώνει τους Έλληνες. Και σήμερα, υπάρχουν και οι αντικειμενικές προϋποθέσεις γι ‘αυτό.

Η κρίση, σήμερα, μας υποχρεώνει να σκεφτούμε πολύ διαφορετικά. Δεν είναι ώρα να κατασκευάσουμε επίπλαστες αντιπαλότητες, να χαράξουμε τεχνητές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των Ελλήνων και να πλάσουμε εγχώριους εχθρούς, καταφεύγοντας σε μυθικά σενάρια συνωμοσιολογίας.

Αυτό που χρειάζεται είναι, όλοι μας, μια γροθιά, με ένα νέο, γνήσιο πατριωτισμό, να χτίσουμε τη νέα Ελλάδα. Την Ελλάδα της αξιοπιστίας, της πρωτοβουλίας, της καινοτομίας, της διαφάνειας και της ισχύος του Δικαίου παντού.

Με ένα νέο πατριωτισμό, χτίζουμε τη νέα Ελλάδα. Και ο λαός, ενωμένος και επιδεικνύοντας πρωτοφανή ωριμότητα, αλλά και αποφασιστικότητα, δίνει τη μάχη του καθημερινά, αποδεικνύοντας ότι μπορούμε, ναι, μπορούμε να πετύχουμε.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν χρειάζεται να θυμίσω με λεπτομέρειες ποιο ήταν το σημείο αφετηρίας αυτής της Κυβέρνησης, πριν μόλις 15 μήνες. Βρεθήκαμε στο χειρότερο σημείο της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Θυμόμαστε όλοι καλά, ποια ήταν η κατάσταση σε όλα τα κρίσιμα θέματα που αφορούν μια χώρα, κάθε χώρα αν θέλετε, στην οικονομία, στο κοινωνικό κράτος, στο περιβάλλον, στην ανταγωνιστικότητα, στα δημόσια οικονομικά, στη διεθνή μας θέση και στα κρίσιμα εθνικά θέματα.

Ελλείμματα παντού. Δημοσιονομικά, ανταγωνιστικότητας, διαφάνειας, θεσμών απέναντι στη διαφθορά, ευνομίας, κοινωνικής δικαιοσύνης, πρωτοβουλιών και θέσεων.

Μα πάνω απ’ όλα, ένα σοβαρό έλλειμμα αξιοπιστίας, ένα εξωτερικό έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας μας απέναντι στους εταίρους μας. Διότι η αλήθεια είναι ότι, το πρώτο πρόβλημα με το οποίο βρεθήκαμε αντιμέτωποι μετά τις εκλογές, ήταν το πρόβλημα της ίδιας της εικόνας της χώρας, μιας εικόνας πλήρους απουσίας στην καλύτερη περίπτωση αλλά, κυρίως και πολύ χειρότερα, πλήρους αναξιοπιστίας.

Και χωρίς αξιοπιστία, δεν έχεις ρόλο, δεν έχεις δύναμη, δεν έχεις φωνή. Δεν σε ακούει, δεν σε υπολογίζει κανείς. Και αυτό, βεβαίως, ήταν μέρος του μεγάλου προβλήματος που είχαμε και στις διεθνείς αγορές, σε ό,τι αφορά το δανεισμό μας. Πλήρης απουσία πρωτοβουλιών, απραξία, χαμένες ευκαιρίες και, στο τέλος, ο λογαριασμός της αναξιοπιστίας.

Αυτό ήταν το σημείο αφετηρίας της προσπάθειάς μας, δίνοντας έναν τιτάνιο αγώνα να πείσουμε ξανά ότι είμαστε φερέγγυοι, ότι είμαστε υπεύθυνοι, ότι ο λόγος μας έχει αξία και είναι συνεπής.

Με πίστη στις ικανότητές μας, με περηφάνια για τη χώρα μας και την αξία της, ξέροντας ότι η πραγματική Ελλάδα δεν είναι αυτή, πετύχαμε να σπάσουμε την απομόνωση.

Στην οικονομία, πετύχαμε να μη μείνουμε μόνοι με το πρόβλημά μας, πνιγμένοι στα χρέη των προηγούμενων ετών, εγκαταλελειμμένοι στις άγριες ορέξεις των παντοδύναμων – δυστυχώς – αγορών και κερδοσκόπων, αλλά και μπροστά στην προώθηση ιστορικών αλλαγών, ιδιαίτερα στο οικονομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πετύχαμε να ξαναφέρουμε την Ελλάδα στο προσκήνιο, να έχουμε φωνή για να υπερασπιζόμαστε πολύ καλύτερα τα δίκαιά μας, αναλαμβάνοντας – βέβαια, με κόπους και θυσίες – να βάλουμε τάξη στα του οίκου μας και να κάνουμε τις μεγάλες, αυτονόητες αλλαγές. Με αίσθημα ευθύνης και αναλαμβάνοντας και προσωπικά το κόστος δύσκολων αποφάσεων.

Και τα όσα κάνουμε εδώ για να πετύχουμε και το δραστικό περιορισμό των ελλειμμάτων που κληρονομήσαμε, που λίγο έλλειψε να μας πνίξουν, αλλά και τη ριζική αλλαγή της χώρας μας, είναι αυτά που, καταρχήν, μας δίνουν αξιοπιστία, για να διεκδικούμε το μέγιστο και εκτός συνόρων. Και μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό.

Αλλά και τα όσα πετυχαίνουμε στη χώρα μας, θα ήταν ακατόρθωτα αν δεν δίναμε και δεν συνεχίσουμε να δίνουμε τη μάχη για τη διεθνή θέση της Ελλάδας, με μια δυναμική πολιτική πρωτοβουλιών και με αυτοπεποίθηση. Με συγκεκριμένες προτάσεις και πρωτοβουλίες – και αυτό κάνουμε – σε όλα τα διεθνή θέματα, σε όλα τα διεθνή φόρα, διμερή ή πολυμερή.

Με πρωτοβουλίες μιας πολυδιάστατης εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής, εξωτερικής πολιτικής, καταρχήν, στην ίδια μας την οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ρωσία, την Κίνα, τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τον αραβικό κόσμο, το Ισραήλ – και ναι, και με την Τουρκία.

Επιχειρούμε να είμαστε παντού, με θέσεις και πρωτοβουλίες, με αυτοπεποίθηση για το τι μπορούμε να κάνουμε. Χωρίς υστερίες, με σοβαρότητα, κύριος και αξιοπιστία.

Δουλεύουμε για μια Ελλάδα, που δεν θα είναι ουραγός, αλλά θα βρίσκεται στην πρωτοπορία.

Κυρίες και κύριοι, το πελατειακό κράτος, η έλλειψη παραγωγής και αναπτυξιακής στρατηγικής, η αδιαφάνεια, η ανομία, η λογική της ευκολίας του ατομικού βολέματος, της αδιαφορίας και του παρασιτισμού, αυτή η Ελλάδα, η Ελλάδα με αυτά τα χαρακτηριστικά, τελείωσε πια. Και όσο και αν η μετάβαση είναι δύσκολη και πονάει, η αλλαγή είναι σωτήρια και έχει ξεκινήσει. Με μεγάλες αλλαγές που έχουμε κάνει, χτίζουμε βήμα – βήμα μια νέα Ελλάδα.

Αυτή η Ελλάδα θα είναι ακόμα πιο ισχυρή, για να υπερασπιστεί τις θέσεις της, τα συμφέροντά της, την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη και την προοπτική κάθε Έλληνα και Ελληνίδας. Αυτή είναι η στρατηγική μας για τη διεθνή θέση της χώρας, για το πώς αντιλαμβανόμαστε το ρόλο μας στο σημερινό κόσμο και για το πώς κατοχυρώνουμε την εφαρμογή αρχών και αξιών του Διεθνούς Δικαίου, ιδιαίτερα στην περιοχή μας.

Και θα σας μιλήσω με ειλικρίνεια για τις σχέσεις μας με την Τουρκία, όπως κάνω πάντα, καθαρά και ανοιχτά. Τρεις είναι και ήταν πάντοτε οι επιλογές μας. Πρώτον, να καταβάλουμε προσπάθειες ουσιαστικές και σοβαρές, για μια ειρηνική επίλυση, πάντα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Αυτή η επιλογή, όλοι το καταλαβαίνουμε, απαιτεί εκατέρωθεν πνεύμα συνεργασίας και διάθεση εξεύρεσης λύσεων, πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και των συνθηκών, αλλιώς, κάθε προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Δεύτερον, μπορούμε να συνεχίσουμε να κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί, να επιλέξουμε την αδράνεια και να ζούμε υπό καθεστώς παρατεταμένης έντασης και αντιπαράθεσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, να μείνουμε δηλαδή στην εύκολη και «ηρωική» καταγγελία, αλλά το πρόβλημα να παραμένει ζωντανό και άλυτο. Και τρίτον, να λύσουμε τα προβλήματά μας δια της βίας.

Η σημερινή Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και οι προηγούμενες, παρέμειναν σταθερά προσηλωμένες στην πρώτη επιλογή. Όσοι διαφωνούν με την επιλογή αυτή, ας έχουν το θάρρος να πουν στον Ελληνικό λαό ποια από τις δύο άλλες επιλογές υποστηρίζουν. Όχι ανέξοδη κριτική. Ας μας πουν, λοιπόν, αν η πολιτική μας είναι εσφαλμένη και ποια πολιτική εισηγούνται, τι προτείνουν.

Όταν ξεκίνησε το 1999 η διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, μέσα μάλιστα από αποφάσεις και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εμείς διαμορφώσαμε, ελάχιστοι πίστευαν σε αυτήν, οι περισσότεροι την κατέκριναν. Τελικά, οι περισσότεροι την αγκάλιασαν. Δείτε ποια ήταν τα αποτελέσματα αυτής της πορείας. Καταρρίφθηκαν ιδεοληψίες, στερεότυπα και αγκυλώσεις, που ύψωναν φράγμα στην επικοινωνία μεταξύ των δύο λαών, μεταξύ των δύο κρατών.

Μπορούμε και συνομιλούμε πια για θέματα-ταμπού και αναζητούμε από κοινού λύσεις. Κρίση, όπως στις δεκαετίες του ’70 ή του ’80, ακόμα και του ’90, δεν είχαμε. Πραγματοποιούνται επαφές και ανταλλαγές επισκέψεων μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων.

Η οικονομική συνεργασία και το εμπόριο εκτοξεύθηκαν. Οι δύο λαοί ανακαλύπτουν, μέσα από τις πολιτιστικές ανταλλαγές και επαφές στο επίπεδο της Κοινωνίας των Πολιτών, στοιχεία που τους ενώνουν, αλλά και στερεότυπα που τους χωρίζουν.

Αυξήθηκαν οι εμπορικές αεροπορικές πτήσεις και δημιουργείται σημαντικό τουριστικό ρεύμα μεταξύ των δύο χωρών. Η Τουρκία σημειώνει βήματα προόδου, όσον αφορά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνική μειονότητα. Μικρά βέβαια ακόμα, αλλά πάντως προς τα εμπρός. Θα μου πείτε, λύθηκαν τα προβλήματα; Σταμάτησε η Τουρκία να παραβιάζει τον εναέριο χώρο μας ή τα χωρικά μας ύδατα; Σταμάτησε να προκαλεί; Δυστυχώς, όχι. Και αυτό είπαμε με ξεκάθαρο τρόπο στο Ερζερούμ: οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Η επίλυση των προβλημάτων θα προέλθει μόνο μέσα από την ειλικρίνεια.

Κάποιοι βέβαια βιάστηκαν, ορμώμενοι από οπισθοδρομικά και φοβικά σύνδρομα, ή από δικές τους προκαταλήψεις για την πολιτική μας, να ασκήσουν προκαταβολικά δριμεία κριτική για την επίσκεψή μου στην Τουρκία.

Η Κυβέρνησή μου είναι απαλλαγμένη από τέτοια φοβικά σύνδρομα. Δεν έχω απολύτως κανέναν ενδοιασμό ή φοβία να μιλήσω σε οποιοδήποτε ακροατήριο, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, γιατί όταν λες την αλήθεια και έχεις ισχυρές θέσεις και τις πιστεύεις, όπως έχει η Ελλάδα, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς.

Στο Ερζερούμ, η υποδοχή ειδικά των κατοίκων της περιοχής ήταν πολύ θερμή. Αυτό είναι απόδειξη της ειλικρινούς διάθεσης συνεργασίας των λαών μας, αλλά και της προόδου στις μεταξύ μας σχέσεις. Και δεν είναι καθόλου αμελητέο.

Είπα ότι εμείς επιθυμούμε και επιδιώκουμε την ειρήνη, αλλά και ότι, απειλές πολέμου ή παραβιάσεις της εθνικής μας κυριαρχίας, δεν έχουν θέση στη σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα και τη διεθνή έννομη τάξη και, βεβαίως, δεν συμβάλλουν καθόλου στις διμερείς μας σχέσεις. Αποτελούν βασική πηγή έντασης και κινδύνου. Και είναι μια πρακτική ανώφελη, που δεν εξασφαλίζει στην Τουρκία κανένα απολύτως πολιτικό ή νομικό πλεονέκτημα.

Το καθεστώς στο Αιγαίο δεν αλλάζει και, οι πιλότοι μας, όλες οι Ένοπλες Δυνάμεις, θα είναι πάντα εκεί, μέχρι αυτό να το κατανοήσει η Τουρκία. Γνωρίζουν ότι η Ελλάδα τους τιμά, όπως τίμησε τον Κώστα Ηλιάκη, που έπεσε κάνοντας το καθήκον. Τον ίδιο αυτονόητο αγώνα θα συνεχίσουν από το δικό τους μετερίζι και οι διπλωμάτες. Στην καρδιά της έντασης στις μεταξύ μας σχέσεις, παραμένει επίμονα το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.

Είναι ζήτημα νομικό, σύνθετο, πολύπλοκο, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με αποφασιστικότητα. Και αυτό κάνουμε.

Επειδή λέγονται πολλά, συχνά με επιπολαιότητα, υπεραπλουστεύσεις και διαστρεβλώσεις, ελπίζω σήμερα να μπορέσουμε να κάνουμε μια ουσιαστική συζήτηση και να αποφύγουμε τα εύκολα συνθήματα.

Πολιτική μας, όπως και της προηγούμενης κυβέρνησης, είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με όλους τους γείτονές μας. Έχουμε συνολική στρατηγική και την επιδιώκουμε ενεργά.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν καθοριστική σημασία και για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και το αντίστροφο. Η Τουρκία επιθυμεί να γίνει πλήρες μέλος. Και τη στηρίζουμε. Εφόσον, όμως, εκπληρώσει όλα τα κριτήρια.

Είναι και προς το δικό μας συμφέρον, και προς το δικό της συμφέρον. Είναι προς το συμφέρον της ευρύτερης περιοχής μας και της ίδιας της Ευρώπης. Το μέλλον της, είναι στην Ευρώπη. Αλλά η διαδρομή δεν είναι εύκολη.

Από τον Οκτώβριο του 2009, ξαναπιάσαμε το νήμα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, αυτό που είχαμε αφήσει το 2004. Και μέσα σε λίγους μήνες, δώσαμε νέα πνοή στην ελληνοτουρκική προσέγγιση, δημιουργώντας το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και υπογράφοντας 22 συμφωνίες. Ταυτόχρονα, εντατικοποιήσαμε τις διερευνητικές επαφές.

Θα συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο, το δρόμο της ειλικρινούς προσπάθειας, της βελτίωσης των σχέσεων, αλλά και της αταλάντευτης προάσπισης των εθνικών μας συμφερόντων.

Στο Κυπριακό, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή πλευρά συνεχίζουν να προωθούν την ιδέα δύο ουσιαστικά ανεξάρτητων οντοτήτων, στο πλαίσιο μιας χαλαρής Συνομοσπονδίας. Η ιδέα αυτή δεν είναι βιώσιμη, ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι διχαστική και δυσλειτουργική για την ίδια την Ένωση.

Εμείς στηρίζουμε τις προσπάθειες του Προέδρου Χριστόφια για την επανένωση της νήσου, στη βάση των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών, που θα συνάδει με το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Κυπριακός λαός, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, είναι αυτοί που πρέπει να αποφασίσουν ελεύθερα για το κοινό τους μέλλον, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις.

Η άλλη πλευρά προσπαθεί να οδηγήσει τη διαδικασία σε αδιέξοδο, με απώτερο στόχο να προωθηθεί μια βασική επιδίωξη της Τουρκίας, δηλαδή, την έξωθεν επιβολή λύσης. Θα επαναλάβω λοιπόν το αυτονόητο, όπως το είπα πριν λίγες ημέρες στο Ερζερούμ: η Διεθνής Κοινότητα δεν πρόκειται ποτέ να νομιμοποιήσει την εισβολή, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση την κατοχή.

Η Τουρκία πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της. Η ώρα για λύση είναι τώρα. Και ο Πρόεδρος Χριστόφιας, είναι ο ηγέτης που μπορεί να την κάνει πραγματικότητα. Χρειάζεται, όμως, και αξιόπιστο συνομιλητή.

Στα Βαλκάνια, η στρατηγική μας επιδίωξη είναι η δημιουργία ενός χώρου ασφάλειας, ειρήνης, σταθερότητας και ανάπτυξης στα σύνορά μας, με όχημα την ευρωπαϊκή πορεία.

Στο χώρο των Βαλκανίων, η Ελλάδα είναι φυσικός πρωταγωνιστής. Όμως, τα τελευταία χρόνια, άφησε πίσω της ένα τεράστιο κενό. Αυτό το κενό καλύπτουμε με δυναμικές πρωτοβουλίες, όπως είναι η «Ατζέντα 2014», δηλαδή η πρόθεσή μας να διοργανώσουμε, στην Προεδρία μας, μια δεύτερη Θεσσαλονίκη, που θα ξαναβάλει τα Βαλκάνια στο δρόμο της ένταξης, με ορόσημο το 2014.

Οι σχέσεις μας με την Αλβανία, η σταθερότητα της χώρας αυτής και η κατάσταση της ελληνικής μειονότητας, είναι στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα. Τα γεγονότα που είδαμε πριν λίγες ημέρες και οδήγησαν στον τραγικό θάνατο τριών ανθρώπων, αποτελούν ισχυρό πλήγμα για τη Δημοκρατία. Η εξέλιξη αυτή έρχεται μετά από μια μακρά περίοδο εσωτερικής πολιτικής πόλωσης, που έχει προκαλέσει θεσμικά αδιέξοδα.

Η Αλβανία δεν πρέπει, τη στιγμή αυτή, να διολισθήσει σε φαινόμενα βίας, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Αποτελεί ιστορική ευθύνη όλων των πλευρών, η επίδειξη αυτοσυγκράτησης. Παρακολουθούμε με μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις και επαναλαμβάνουμε τη στήριξή μας στη διεξαγωγή ενός εποικοδομητικού διαλόγου, σε πνεύμα συμβιβασμού, μέσα στο πλαίσιο που παρέχουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.

Περνώντας τώρα στο άλλο μείζον για την εξωτερική μας πολιτική ζήτημα, της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, δεν μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος για την προοπτική άμεσης διευθέτησής του, παρά τη διακηρυγμένη επιθυμία μας. Ο κ. Γκρούεφσκι και η Κυβέρνησή του, διστάζουν να ανταποκριθούν στη συμβιβαστική πρότασή μας για ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και χρήση έναντι όλων. Πρόταση, που στηρίζουμε οι περισσότεροι σε αυτή την αίθουσα.

Στην αδιαλλαξία, απαντάμε με τη σταθερότητα των θέσεών μας και με τις πρωτοβουλίες μας. Δεν θα σταματήσω τις προσπάθειες για την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης. Θα συνεχίσω να την επιδιώκω και θα συνεχίσω να στηρίζω τις προσπάθειες του κ. Νίμιτς. Εφαρμόζουμε εθνική στρατηγική, με ξεκάθαρη κόκκινη γραμμή.

Κυρίες και κύριοι, την ώρα της μεγάλης κρίσης, την ώρα που η χώρα βρέθηκε εκ των πραγμάτων σε θέση αδυναμίας, δεν επιτρέψαμε ούτε στιγμή να αναμειχθούν οι διάφορες πτυχές της κρίσης, την οποία διερχόμαστε, με τα κρίσιμα εθνικά μας δικαιώματα.

Γι΄ αυτό, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αντιταχθήκαμε και αντιτάχθηκα και προσωπικά και, τελικά, αποτρέψαμε το να στερείται το δικαίωμα ψήφου από τις χώρες που βρίσκονται σε θέση αδυναμίας, όπως βρέθηκε η Ελλάδα.

Πεποίθησή μου είναι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι ότι, στην ώρα της μεγαλύτερης κρίσης της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, πρέπει όλοι να φανούμε αντάξιοι των συνθηκών και των προκλήσεων. Πρέπει όλοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, πολίτες, εργοδότες, κοινωνικοί φορείς, συνδικαλιστικές οργανώσεις, θεσμοί της Πολιτείας.

Να συμβάλουμε ο καθένας μας από τη θέση του, ανάλογα με τις δυνάμεις του, σε αυτή τη μεγάλη εθνική προσπάθεια. Πάνω απ’ όλα, τα πολιτικά κόμματα, αλλά και η πολιτική ηγεσία της χώρας. Αυτό περιμένουν οι πολίτες από εμάς.

Η χώρα μας έχει αρκετά προβλήματα, ας μην κατασκευάζουμε και άλλα, ανύπαρκτα. Δεν χρειάζεται, μετά από την αποτυχημένη «μνημονιολογία», να επιχειρούμε να κατασκευάσουμε και νέους τεχνητούς εχθρούς, να βρίσκουμε άλλα οχήματα κινδυνολογίας, να καλλιεργούμε αδικαιολόγητους φόβους, να ανακαλύπτουμε ανύπαρκτα φαντάσματα ή να κυνηγάμε χίμαιρες.

Καλώ κάθε πτέρυγα του Κοινοβουλίου, να μην υποτιμά την ωριμότητα και το ένστικτο του Ελληνικού λαού. Έχουν καταλάβει πολύ καλά οι πολίτες τι συμβαίνει. Έχουν καταλάβει τι έφταιξε, αλλά και τι διακυβεύεται. Έχουν καταλάβει ότι, μέσα στα δύσκολα, υπάρχει μια Κυβέρνηση, που κάνει το καθήκον της, που κάνει ό, τι μπορεί για να υπερασπιστεί εντός και εκτός συνόρων τα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών.

Δεν χρειάζονται λοιπόν τεχνητές διαιρέσεις, πολύ περισσότερο, διαιρέσεις σε πολύ ή λιγότερο πατριώτες. Δεν χρειάζεται να κατασκευάζουμε διαφωνίες, εκεί όπου δεν υπάρχουν. Είναι η ώρα της ενότητας του λαού, η ώρα του πραγματικού, του γνήσιου πατριωτισμού.

Γιατί πατριωτισμός σήμερα, δεν είναι απλά η αποθέωση της Ελλάδας. Ο νέος πατριωτισμός είναι να αλλάξουμε την Ελλάδα. Να αγωνιστούμε όλοι μαζί, ώστε να γίνουν τα Πανεπιστήμιά μας πρωτοπόρα στην Ευρώπη. Να αγωνιστούμε όλοι μαζί για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, για να είναι ικανές να επιβιώσουν στους άγριους ανέμους της παγκοσμιοποίησης. Να συμβάλουμε όλοι μαζί στην εξάλειψη της φτώχειας. Να καταφέρουμε όλοι μαζί να απαλλάξουμε την Αθήνα από το να θεωρείται πρώτη πρωτεύουσα των σκουπιδιών.

Να καταφέρουμε να χτυπήσουμε όλοι μαζί τη διαφθορά και τις πελατειακές αντιλήψεις. Να παλέψουμε όλοι μαζί για μια κοινωνία, αλλά και μια γειτονιά, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.

Νέος πατριωτισμός σημαίνει, να κάνουμε την Ελλάδα δύναμη ποιότητας, δύναμη αξίας, δύναμη ηθικής, σε μια παγκόσμια κοινωνία. Μια νέα ταυτότητα, που μας ταιριάζει ιστορικά και μας εγγυάται διαχρονικά μια δίκαιη κοινωνία, μια κοινωνία ανάπτυξης και Δημοκρατίας.

Αυτά που μόλις σας διάβασα, δεν τα είπα σήμερα. Είναι λόγια μου, από ομιλία που εκφώνησα τον Οκτώβριο του 2007. Σήμερα, θα προσέθετα μόνο τούτο: πατριωτισμός σημαίνει να μην επιτρέψεις να φτάσει η χώρα σου, στη θέση στην οποία βρέθηκε σήμερα. Να μπορέσουμε να κλείσουμε τον κύκλο και, σύντομα, να στηριζόμαστε στις δικές μας και όχι σε δάνειες δυνάμεις. Οι αλλαγές που κάνουμε στη χώρα μας, γίνονται ακριβώς για να κάνουμε την Ελλάδα ικανή να σταθεί ισχυρά στα δικά της πόδια.

Καλώ, αυτή τη δύσκολη στιγμή, όλους και όλες να δώσουμε μαζί τη μάχη για την Ελλάδα. Για την Ελλάδα που μας αξίζει και που θα έχει στον κόσμο τη θέση που της αξίζει. Και θα τα καταφέρουμε.


http://www.primeminister.gov.gr/2011/01/24/4157


Δεν υπάρχουν σχόλια: