Του Γιαννη Mπουταρη *
Τίποτα δεν έχει εξεγείρει περισσότερο το κοινό αίσθημα παρά η πολιτική που μας επιβάλλουν οι πιστωτές μας για τη λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας μας δηλαδή μέσω της μείωσης του εισοδήματος των εργαζομένων, αυτό που έχει καταλήξει να λέγεται «μισθοί Βουλγαρίας». Είναι αλήθεια πως εμείς εδώ στη βόρεια Ελλάδα κάτι περισσότερο ξέρουμε για τους «μισθούς Βουλγαρίας». Ηταν αυτοί οι μισθοί, μετά την πτώση του Τείχους το 1989, που επιτάχυναν την αποβιομηχάνιση της βόρειας Ελλάδας μια που η επιχειρηματική μας δραστηριότητα μετακόμισε στις γειτονικές χώρες όπου και διατήρησε τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της απασχολώντας χαμηλού κόστους εργατικό προσωπικό. Εξι χιλιάδες επιχειρήσεις από την Ελλάδα, και σε συντριπτική πλειοψηφία από τη βόρεια Ελλάδα, δραστηριοποιήθηκαν στη Βουλγαρία.
Από τότε όμως δεν κάναμε τίποτα για να αποφύγουμε αυτόν τον ανταγωνισμό, με βάση το εργατικό κόστος, και κυρίως δεν συνδέσαμε την έρευνα και τη γνώση με την παραγωγική διαδικασία – ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε ως χώρα να προσθέσουμε αξία στις υπηρεσίες και προϊόντα που παράγουμε και άρα να βελτιώσουμε το εισόδημά μας και να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας. Ο νόμος για τη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ που ψηφίσθηκε με πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα διαπαραταξιακή πλειοψηφία μάς έδωσε μια ελπίδα. Ξεχωρίζω από αυτή τη μεταρρύθμιση τρία σημεία. Τον εξοβελισμό των κομματικών οργανώσεων από τη διακυβέρνηση των ΑΕΙ, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, τη συμμετοχή στα διοικητικά συμβούλια των ΑΕΙ εξωτερικών μελών που δεν θα προέρχονται από την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά από άλλα κορυφαία πεδία κοινωνικής και οικονομικής δράσης, και την επιλογή των πρυτάνεων μέσα από διεθνή προκήρυξη και με διαφανή όσο και τεκμηριωμένη διαδικασία επιλογής.
Προβληματίζει ιδιαιτέρως λοιπόν ότι η κυβέρνηση σκέφτεται να εξασθενίσει, έως και να εξουδετερώσει, αυτή τη μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ λόγω της λυσσαλέας αντίστασης των κομματικών νεολαιών, των πρυτανικών αρχών της χώρας και τολμώ να πω των πανεπιστημιακών συντεχνιών. Μια τέτοια υπαναχώρηση στο θέμα της μεταρρύθμισης των ΑΕΙ θα δικαίωνε αυτούς που μας κατηγορούν ότι λέμε πολλά αλλά τελικά δεν κάνουμε τίποτα για τις απαραίτητες δομικές αλλαγές στη χώρα μας.
Στη δε Θεσσαλονίκη και βόρεια Ελλάδα μια τέτοια υπαναχώρηση θα είναι η χαριστική βολή για τη μόνιμη πια εγκατάσταση της παραγωγικής διαδικασίας στις χώρες της γειτονικής μας περιοχής. Διότι η Θεσσαλονίκη και η βόρεια Ελλάδα χρειάζονται επειγόντως να βασίσουν την αναπτυξιακή τους στρατηγική σε μια διεθνοποιημένη, καινοτόμα τριτοβάθμια παιδεία. Μια τριτοβάθμια παιδεία που θα συμβάλει άμεσα στην εγχώρια ζήτηση μέσα από την προσέλκυση φοιτητών από το εξωτερικό αλλά και έμμεσα, αναβαθμίζοντας το ανθρώπινο δυναμικό της περιοχής και επικουρώντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της μέσα από την έρευνα, από την ιατρική επιστήμη μέχρι τη γεωργία. Μια τριτοβάθμια παιδεία που θα προωθήσει νέες και εγγενώς μη προβλέψιμες οικονομικές δραστηριότητες όπως κάνουν άλλωστε όλες οι πετυχημένες πανεπιστημιουπόλεις του κόσμου, από τη Βοστώνη των ΗΠΑ μέχρι το Κέμπριτζ της Αγγλίας και την Γκρενόμπλ της Γαλλίας. Εάν θέλουμε Σίλικον Βάλεϊ, πρέπει να αποκτήσουμε το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Αλλωστε μόνο μια τέτοια τριτοβάθμια παιδεία μπορεί να καταστήσει εφικτό τον ίδιο τον κορυφαίο προγραμματικό στόχο της σημερινής συμμαχικής κυβέρνησης, για τη «διαμόρφωση εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας με νέο αναπτυξιακό και παραγωγικό πρότυπο». Εκτός εάν η κυβέρνησή μας εννοεί, επιστρέφοντας στο προηγούμενο αποτυχημένο μοντέλο διακυβέρνησης των πανεπιστημίων μας, να υιοθετήσει και το αναπτυξιακό και παραγωγικό πρότυπο της Βουλγαρίας, της ανάκτησης δηλαδή της διεθνούς ανταγωνιστικότητας μέσω του χαμηλότατου κόστους εργασίας. Διότι χωρίς τη ριζική μεταρρύθμιση των ΑΕΙ, μακροπρόθεσμα, αυτό θα είναι και το μόνο διαθέσιμο πρότυπο για την οικονομία μας. Το μόνο πλεονέκτημα μιας τέτοιας επιλογής είναι ότι οι επιχειρηματίες μας μπορούν να λειτουργήσουν αυτό το πρότυπο μια χαρά. Διότι, όπως προανέφερα, αυτοί ήταν που το υλοποίησαν και στην ίδια τη Βουλγαρία.
* Ο κ. Γιάννης Μπουτάρης είναι δήμαρχος Θεσσαλονίκης.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_65_31/07/2012_490790