David Rueda,
Johannes Lindvall,
©Progressive Governance, 05/08/2013
Η σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων είκοσι ετών στη σουηδική πολιτική είναι η παρακμή της εκλογικής απήχησης του «σουηδικού σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος» (SAP). Κατά τη διάρκεια ολόκληρης σχεδόν της μεταπολεμικής περιόδου, το SAP λάβαινε στις εκλογές ποσοστά της τάξης του 45%. Ακόμα και το 1994, έλαβε το 45.3% των εγκύρων ψηφοδελτίων. Έκτοτε το καλύτερο αποτέλεσμά του το πέτυχε το 2002 (39.9%). Το 1998 έλαβε 36.4%, το 2006 35%, το 2010 μόλις 30.7%.
Αυτό που ξεχώρισε τις δύο τελευταίες εκλογές, του 2006 και του 2010, ήταν πως η συνολική υποστήριξη προς την κεντροαριστερά μειώθηκε απότομα. Το 1998, οι απώλειες του SAP διοχετεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό προς το «αριστερό κόμμα» (V),πράγμα που επέτρεψε στον Γκόραν Πέρσον (Göran Persson) να παραμείνει πρωθυπουργός. Αντιθέτως, μεταξύ 2002 και 2010 η υποστήριξη προς το V και τους «πράσινους» δεν αυξήθηκε καθόλου. Αντιθέτως, η συνολική υποστήριξη προς την κεντροαριστερά έπεσε, από το 53% στο 43.6%.
Αυτές είναι αξιομνημόνευτες αλλαγές, που αδιαμφισβήτητα θα απασχολούν για πολλά χρόνια τους πολιτικούς επιστήμονες και τους σχολιαστές. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δείξαμε πως η αποδυνάμωση του SAP οφείλεται εν πολλοίς στο ότι οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν πια να συμβιβάσουν τις απαιτήσεις δύο διακριτών ομάδων ψηφοφόρων που παραδοσιακά τους στήριζαν:
από τη μια τους «ευάλωτους» «εκτός» αγοράς εργασίας, που έχουν επισφαλείς θέσεις εργασίας ή είναι άνεργοι κι
από την άλλη τους «βολεμένους» «εντός» αγοράς εργασίας, που έχουν σταθερή και προστατευμένη δουλειά.
Η βαθιά οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1990 άλλαξε την αγορά εργασίας της Σουηδίας. Ο αριθμός των «ευάλωτων» αυξήθηκε κατά πολύ, οξύνοντας την υποβόσκουσα αντίθεση μεταξύ «ευάλωτων» και «βολεμένων».
Οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν εν κενώ. Οι «εντός» αγοράς εργασίας είναι πολύ λιγότερο ευάλωτοι στην ανεργία από τους «εκτός» και άρα πολύ λιγότερο διατεθειμένοι να υποστηρίξουν κόμματα που πρεσβεύουν γενναιόδωρες πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας ή αύξηση των επιδομάτων των ανέργων. Από την άλλη, οι «ευάλωτοι» είτε είναι ήδη άνεργοι, είτε απασχολούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Οι πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης και των επιδομάτων ανεργίας τους αφορούν πολύ περισσότερο.
Σε περιόδους εξασθένησης της αγοράς εργασίας όμως, είναι πολύ δύσκολο για τα κεντροαριστερά κόμματα να απευθυνθούν ταυτόχρονα στις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες: αν δώσουν έμφαση σε πολιτικές στήριξης των «βολεμένων», ωθούν τους «ευάλωτους» να υποστηρίξουν ακραίες πολιτικές -ή να αποχωρήσουν όλως διόλου από τον πολιτικό στίβο· αν προωθήσουν πολιτικές στήριξης των «ευάλωτων», κινδυνεύουν να υποστούν απώλειες στους «βολεμένους». Στην ιστορία των σουηδικών εκλογών, το πρώτο συνέβη στις εκλογές του 1998· το δεύτερο σε εκείνες του 2006 και του 2010.
Ας ξεκινήσουμε με τις εκλογές του 1998, όταν η απήχηση του SAP έπεσε κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες. Στην προεκλογική περίοδο εκείνης της χρονιάς, το SAP έδωσε έμφαση σε πολιτικές που απευθύνονταν στη μεσαία τάξη των «βολεμένων» και δεν νοιάζονταν τόσο για την ανεργία όσο το 1994. Το χαρακτηριστικότερο δείγμα της στροφής των σοσιαλδημοκρατών προς τους «μεσαίους» ψηφοφόρους ήταν η υπόσχεση πως θα «πάγωναν» τις υψηλότερες κλίμακες διδάκτρων στους κρατικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς. Αυτό το μέτρο μείωνε το κόστος της ανατροφής των παιδιών στους οικογενειάρχες με μεσαία και υψηλά εισοδήματα, μια ομάδα ψηφοφόρων που, όπως είναι προφανές, ανήκουν μάλλον στους «βολεμένους», παρά στους «ευάλωτους».
Στην εμπειρική μας ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς στις εκλογές του 1998, δείξαμε πως οι «ευάλωτοι» είχαν διπλάσιες πιθανότητες να ψηφίσουν την αριστερά από ότι οι «βολεμένοι», αλλά και διπλάσιες πιθανότητες να επιλέξουν την αποχή. Αυτό σημαίνει πως η επιλογή των σοσιαλδημοκρατών να απευθυνθούν προνομιακά στους μεσαίους ψηφοφόρους εξώθησε τους «ευάλωτους» προς τα αριστερότερα -ή εκτός πολιτικής πεδιάς. Δείξαμε επίσης πως οι βαριές εκλογικές απώλειες του SAP μεταξύ 1994 και 1998 αφορούσαν κυρίως «ευάλωτους» ψηφοφόρους: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το 1998 το τυπικό μέλος του ενεργού πληθυσμού είχε 18% λιγότερες πιθανότητες από ότι το 1994 να ψηφίσει SAP αν ήταν «ευάλωτος», αλλά μόνο 8.5% αν ήταν «βολεμένος».
Το 2006 και το 2010, «βολεμένοι» και «ευάλωτοι» ψήφισαν και πάλι διαφορετικά. Αλλά σε αμφότερες τις εκλογικές αναμετρήσεις, τα κεντροδεξιά κόμματα και ιδίως οι «μετριοπαθείς» διεξήγαγαν μια στοχευμένη προεκλογική εκστρατεία προσεταιρισμού των «βολεμένων», ενώ οι σοσιαλδημοκράτες στράφηκαν στην υποστήριξη των συμφερόντων των «ευάλωτων». Οι πολιτικές απασχόλησης που πρέσβευαν τα κεντροδεξιά κόμματα στην προεκλογική περίοδο του 2006 -κι εφαρμόστηκαν μεταξύ 2006 και 2010- περιλάμβαναν περικοπές των επιδομάτων για τους μακροχρόνια άνεργους και μείωση της φορολόγησης της μισθωτής εργασίας. Σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί και «πράσινοι» αντιτάχτηκαν στις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις αυτές, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα των «ευάλωτων».
Αυτή η στρατηγική προστάτευσε μεν τους σοσιαλδημοκράτες από τις απώλειες προς την αριστερά και την αύξηση της αποχής των κεντροαριστερών πολιτών που είχαν υποστεί το 1998, αλλά είχε άλλες παρενέργειες: το βασικότερο συμπέρασμά μας από τις εκλογές του 2006 και του 2010 είναι πως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, οι «βολεμένοι» έτειναν να ψηφίζουν πολύ λιγότερο την κεντροαριστερά σε σχέση με τους «ευάλωτους» Σύμφωνα με τις αναλύσεις μας, το 2002 ένα τυπικό μέλος της εργατικής δύναμης είχε μόλις 4.7% περισσότερες πιθανότητες να ψηφίσει υπέρ κάποιου κεντροαριστερού κόμματος αν ήταν «ευάλωτος» από ότι αν ήταν «βολεμένος» (διαφορά που δεν είναι στατιστικά σημαντική). Αλλά το 2006, αυτή η διαφορά είχε γίνει 12.2% και το 2010 18.3%! Μεταξύ 2002 και 2010, οι πιθανότητες να υπερψηφίσει ένας «βολεμένος» κάποιο κόμμα της κεντροαριστεράς είχαν μειωθεί κατά 11.3%. Αντιστοίχως, οι πιθανότητες να στραφεί προς την κεντροαριστερά ένας «ευάλωτος» ψηφοφόρος είχαν αυξηθεί κατά 13.2%.
Η κεντρική μας θέση είναι πως το δίλημμα «βολεμένοι» ή «ευάλωτοι» περιπλέκει τις εκλογικές επιλογές που αντιμετωπίζουν τα κεντροαριστερά κόμματα. Από την άποψη αυτή, η σουηδική περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς είναι λογικό να θεωρεί κανείς πως στο σουηδικό πλαίσιο η ένταση μεταξύ «ευάλωτων» και «βολεμένων» είναι πολύ λιγότερο έντονη από ότι σε άλλες χώρες. Η παρουσία ισχυρών και θεσμοποιημένων συνδικάτων και κοινωνικών μέτρων προστασίας της αγοράς εργασίας, σε συνδυασμό με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, λογικά καθιστούν λιγότερο φανερό στους ψηφοφόρους το χάσμα μεταξύ «βολεμένων» και «ευάλωτων».
Μπορούμε άρα να υποθέτουμε βάσιμα πως η μεγάλη σημασία που παίζει η ένταση μεταξύ «βολεμένων» και «ευάλωτων» στη Σουηδία, σημαίνει πως αλλού η ένταση αυτή μπορεί να είναι ακόμα σημαντικότερη. Θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμο να εξετασθούν εις βάθος οι επιπτώσεις του διλήμματος «"βολεμένοι" ή "ευάλωτοι"» στο πολιτικό παίγνιο και άλλων χωρών. Είναι πολύ πιθανό τα εθνικά χαρακτηριστικά να καθιστούν ορισμένα αριστερά κόμματα περισσότερο ή λιγότερο ευαίσθητα στην εξασφάλιση της υποστήριξης των «βολεμένων» (και αντίστοιχα περισσότερο ή λιγότερο εκτεθειμένα στην απώλεια της στήριξης των «ευάλωτων»).
Είναι επίσης πολύ πιθανόν αυτού του είδους οι μηχανισμοί που συζητούμε εδώ να μπορούν να εξηγήσουν τυουλάχιστο εν μέρει ορισμένες εκλογικές τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, ιδίως στις αναπτυγμένες δημοκρατίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κραυγαλέα αδυναμία των κεντροαριστερών κομμάτων της Ευρώπης να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008. Καθώς η ανεργία έχει αυξηθεί κατά πολύ σε πολλές πλούσιες δημοκρατίες, τα κεντροαριστερά κόμματα δεν κατορθώνουν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των «βολεμένων» με εκείνα των «ευάλωτων»: σε πολλές χώρες απαραίτητη προϋπόθεση για την εκλογική επικράτηση είναι η μαζική στήριξη των «βολεμένων» -που δεν απειλούνται σοβαρά από την ανεργία, παρά την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών μετά το 2008.
Αποτελεί μείζονα πρόκληση για πολλά κεντροαριστερά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Σουηδών του SAP, να αναπτύξουν πολιτικές που απευθύνονται και στους «βολεμένους» και στους «ευάλωτους». Κατά τη διάρκεια της μακράς τους ιστορίας, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες επέδειξαν την ικανότητα να προσελκύουν νέες ομάδες ψηφοφόρων, διατηρώντας την παραδοσιακή τους εκλογική βάση: ήραν π.χ. τις αντιθέσεις μεταξύ θρησκευόμενων και αντικληρικαλικών εργατών τις δεκαετίες του 1910 και 1920, μεταξύ εργατών και αγροτών τη δεκαετία του 1930, μεταξύ χειρονακτών και υπαλλήλων τη δεκαετία του 1950 κ.ο.κ. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες θα κατορθώσουν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των «βολεμένων» και των «ευάλωτων» που τόσο πολύ οξύνθηκαν τις δεκαετίες του 1990 και το 2000.
Ο David Rueda είναι καθηγητής συγκριτικής πολιτικής στην Οξφόρδη και ο Johannes Lindvall καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Λουντ στη Σουηδία
http://www.metarithmisi.gr/el/readAuthors.asp?authorID=464&page=1&textID=21231
Αυτό που ξεχώρισε τις δύο τελευταίες εκλογές, του 2006 και του 2010, ήταν πως η συνολική υποστήριξη προς την κεντροαριστερά μειώθηκε απότομα. Το 1998, οι απώλειες του SAP διοχετεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό προς το «αριστερό κόμμα» (V),πράγμα που επέτρεψε στον Γκόραν Πέρσον (Göran Persson) να παραμείνει πρωθυπουργός. Αντιθέτως, μεταξύ 2002 και 2010 η υποστήριξη προς το V και τους «πράσινους» δεν αυξήθηκε καθόλου. Αντιθέτως, η συνολική υποστήριξη προς την κεντροαριστερά έπεσε, από το 53% στο 43.6%.
Αυτές είναι αξιομνημόνευτες αλλαγές, που αδιαμφισβήτητα θα απασχολούν για πολλά χρόνια τους πολιτικούς επιστήμονες και τους σχολιαστές. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δείξαμε πως η αποδυνάμωση του SAP οφείλεται εν πολλοίς στο ότι οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν πια να συμβιβάσουν τις απαιτήσεις δύο διακριτών ομάδων ψηφοφόρων που παραδοσιακά τους στήριζαν:
από τη μια τους «ευάλωτους» «εκτός» αγοράς εργασίας, που έχουν επισφαλείς θέσεις εργασίας ή είναι άνεργοι κι
από την άλλη τους «βολεμένους» «εντός» αγοράς εργασίας, που έχουν σταθερή και προστατευμένη δουλειά.
Η βαθιά οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1990 άλλαξε την αγορά εργασίας της Σουηδίας. Ο αριθμός των «ευάλωτων» αυξήθηκε κατά πολύ, οξύνοντας την υποβόσκουσα αντίθεση μεταξύ «ευάλωτων» και «βολεμένων».
Οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν εν κενώ. Οι «εντός» αγοράς εργασίας είναι πολύ λιγότερο ευάλωτοι στην ανεργία από τους «εκτός» και άρα πολύ λιγότερο διατεθειμένοι να υποστηρίξουν κόμματα που πρεσβεύουν γενναιόδωρες πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας ή αύξηση των επιδομάτων των ανέργων. Από την άλλη, οι «ευάλωτοι» είτε είναι ήδη άνεργοι, είτε απασχολούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Οι πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης και των επιδομάτων ανεργίας τους αφορούν πολύ περισσότερο.
Σε περιόδους εξασθένησης της αγοράς εργασίας όμως, είναι πολύ δύσκολο για τα κεντροαριστερά κόμματα να απευθυνθούν ταυτόχρονα στις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες: αν δώσουν έμφαση σε πολιτικές στήριξης των «βολεμένων», ωθούν τους «ευάλωτους» να υποστηρίξουν ακραίες πολιτικές -ή να αποχωρήσουν όλως διόλου από τον πολιτικό στίβο· αν προωθήσουν πολιτικές στήριξης των «ευάλωτων», κινδυνεύουν να υποστούν απώλειες στους «βολεμένους». Στην ιστορία των σουηδικών εκλογών, το πρώτο συνέβη στις εκλογές του 1998· το δεύτερο σε εκείνες του 2006 και του 2010.
Ας ξεκινήσουμε με τις εκλογές του 1998, όταν η απήχηση του SAP έπεσε κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες. Στην προεκλογική περίοδο εκείνης της χρονιάς, το SAP έδωσε έμφαση σε πολιτικές που απευθύνονταν στη μεσαία τάξη των «βολεμένων» και δεν νοιάζονταν τόσο για την ανεργία όσο το 1994. Το χαρακτηριστικότερο δείγμα της στροφής των σοσιαλδημοκρατών προς τους «μεσαίους» ψηφοφόρους ήταν η υπόσχεση πως θα «πάγωναν» τις υψηλότερες κλίμακες διδάκτρων στους κρατικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς. Αυτό το μέτρο μείωνε το κόστος της ανατροφής των παιδιών στους οικογενειάρχες με μεσαία και υψηλά εισοδήματα, μια ομάδα ψηφοφόρων που, όπως είναι προφανές, ανήκουν μάλλον στους «βολεμένους», παρά στους «ευάλωτους».
Στην εμπειρική μας ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς στις εκλογές του 1998, δείξαμε πως οι «ευάλωτοι» είχαν διπλάσιες πιθανότητες να ψηφίσουν την αριστερά από ότι οι «βολεμένοι», αλλά και διπλάσιες πιθανότητες να επιλέξουν την αποχή. Αυτό σημαίνει πως η επιλογή των σοσιαλδημοκρατών να απευθυνθούν προνομιακά στους μεσαίους ψηφοφόρους εξώθησε τους «ευάλωτους» προς τα αριστερότερα -ή εκτός πολιτικής πεδιάς. Δείξαμε επίσης πως οι βαριές εκλογικές απώλειες του SAP μεταξύ 1994 και 1998 αφορούσαν κυρίως «ευάλωτους» ψηφοφόρους: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το 1998 το τυπικό μέλος του ενεργού πληθυσμού είχε 18% λιγότερες πιθανότητες από ότι το 1994 να ψηφίσει SAP αν ήταν «ευάλωτος», αλλά μόνο 8.5% αν ήταν «βολεμένος».
Το 2006 και το 2010, «βολεμένοι» και «ευάλωτοι» ψήφισαν και πάλι διαφορετικά. Αλλά σε αμφότερες τις εκλογικές αναμετρήσεις, τα κεντροδεξιά κόμματα και ιδίως οι «μετριοπαθείς» διεξήγαγαν μια στοχευμένη προεκλογική εκστρατεία προσεταιρισμού των «βολεμένων», ενώ οι σοσιαλδημοκράτες στράφηκαν στην υποστήριξη των συμφερόντων των «ευάλωτων». Οι πολιτικές απασχόλησης που πρέσβευαν τα κεντροδεξιά κόμματα στην προεκλογική περίοδο του 2006 -κι εφαρμόστηκαν μεταξύ 2006 και 2010- περιλάμβαναν περικοπές των επιδομάτων για τους μακροχρόνια άνεργους και μείωση της φορολόγησης της μισθωτής εργασίας. Σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί και «πράσινοι» αντιτάχτηκαν στις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις αυτές, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα των «ευάλωτων».
Αυτή η στρατηγική προστάτευσε μεν τους σοσιαλδημοκράτες από τις απώλειες προς την αριστερά και την αύξηση της αποχής των κεντροαριστερών πολιτών που είχαν υποστεί το 1998, αλλά είχε άλλες παρενέργειες: το βασικότερο συμπέρασμά μας από τις εκλογές του 2006 και του 2010 είναι πως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, οι «βολεμένοι» έτειναν να ψηφίζουν πολύ λιγότερο την κεντροαριστερά σε σχέση με τους «ευάλωτους» Σύμφωνα με τις αναλύσεις μας, το 2002 ένα τυπικό μέλος της εργατικής δύναμης είχε μόλις 4.7% περισσότερες πιθανότητες να ψηφίσει υπέρ κάποιου κεντροαριστερού κόμματος αν ήταν «ευάλωτος» από ότι αν ήταν «βολεμένος» (διαφορά που δεν είναι στατιστικά σημαντική). Αλλά το 2006, αυτή η διαφορά είχε γίνει 12.2% και το 2010 18.3%! Μεταξύ 2002 και 2010, οι πιθανότητες να υπερψηφίσει ένας «βολεμένος» κάποιο κόμμα της κεντροαριστεράς είχαν μειωθεί κατά 11.3%. Αντιστοίχως, οι πιθανότητες να στραφεί προς την κεντροαριστερά ένας «ευάλωτος» ψηφοφόρος είχαν αυξηθεί κατά 13.2%.
Η κεντρική μας θέση είναι πως το δίλημμα «βολεμένοι» ή «ευάλωτοι» περιπλέκει τις εκλογικές επιλογές που αντιμετωπίζουν τα κεντροαριστερά κόμματα. Από την άποψη αυτή, η σουηδική περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς είναι λογικό να θεωρεί κανείς πως στο σουηδικό πλαίσιο η ένταση μεταξύ «ευάλωτων» και «βολεμένων» είναι πολύ λιγότερο έντονη από ότι σε άλλες χώρες. Η παρουσία ισχυρών και θεσμοποιημένων συνδικάτων και κοινωνικών μέτρων προστασίας της αγοράς εργασίας, σε συνδυασμό με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, λογικά καθιστούν λιγότερο φανερό στους ψηφοφόρους το χάσμα μεταξύ «βολεμένων» και «ευάλωτων».
Μπορούμε άρα να υποθέτουμε βάσιμα πως η μεγάλη σημασία που παίζει η ένταση μεταξύ «βολεμένων» και «ευάλωτων» στη Σουηδία, σημαίνει πως αλλού η ένταση αυτή μπορεί να είναι ακόμα σημαντικότερη. Θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμο να εξετασθούν εις βάθος οι επιπτώσεις του διλήμματος «"βολεμένοι" ή "ευάλωτοι"» στο πολιτικό παίγνιο και άλλων χωρών. Είναι πολύ πιθανό τα εθνικά χαρακτηριστικά να καθιστούν ορισμένα αριστερά κόμματα περισσότερο ή λιγότερο ευαίσθητα στην εξασφάλιση της υποστήριξης των «βολεμένων» (και αντίστοιχα περισσότερο ή λιγότερο εκτεθειμένα στην απώλεια της στήριξης των «ευάλωτων»).
Είναι επίσης πολύ πιθανόν αυτού του είδους οι μηχανισμοί που συζητούμε εδώ να μπορούν να εξηγήσουν τυουλάχιστο εν μέρει ορισμένες εκλογικές τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, ιδίως στις αναπτυγμένες δημοκρατίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κραυγαλέα αδυναμία των κεντροαριστερών κομμάτων της Ευρώπης να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008. Καθώς η ανεργία έχει αυξηθεί κατά πολύ σε πολλές πλούσιες δημοκρατίες, τα κεντροαριστερά κόμματα δεν κατορθώνουν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των «βολεμένων» με εκείνα των «ευάλωτων»: σε πολλές χώρες απαραίτητη προϋπόθεση για την εκλογική επικράτηση είναι η μαζική στήριξη των «βολεμένων» -που δεν απειλούνται σοβαρά από την ανεργία, παρά την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών μετά το 2008.
Αποτελεί μείζονα πρόκληση για πολλά κεντροαριστερά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Σουηδών του SAP, να αναπτύξουν πολιτικές που απευθύνονται και στους «βολεμένους» και στους «ευάλωτους». Κατά τη διάρκεια της μακράς τους ιστορίας, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες επέδειξαν την ικανότητα να προσελκύουν νέες ομάδες ψηφοφόρων, διατηρώντας την παραδοσιακή τους εκλογική βάση: ήραν π.χ. τις αντιθέσεις μεταξύ θρησκευόμενων και αντικληρικαλικών εργατών τις δεκαετίες του 1910 και 1920, μεταξύ εργατών και αγροτών τη δεκαετία του 1930, μεταξύ χειρονακτών και υπαλλήλων τη δεκαετία του 1950 κ.ο.κ. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες θα κατορθώσουν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των «βολεμένων» και των «ευάλωτων» που τόσο πολύ οξύνθηκαν τις δεκαετίες του 1990 και το 2000.
Ο David Rueda είναι καθηγητής συγκριτικής πολιτικής στην Οξφόρδη και ο Johannes Lindvall καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Λουντ στη Σουηδία
http://www.metarithmisi.gr/el/readAuthors.asp?authorID=464&page=1&textID=21231
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου