Το αφήγημα της ελληνικής κρίσης και των χειρισμών από το 2009 και μετά - Οι αλήθειες και οι μύθοι για τα Μνημόνια, οι άνθρωποι και οι αριθμοί πίσω από αυτά - Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Παπακωνσταντίνου «Game Over»
του Γιώργου Παγουλάτου
Το βιβλίο του Γιώργου Παπακωνσταντίνου είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ένα συναρπαστικό αφήγημα. Ίσως και λόγω του βιωματικού φορτίου: ο συγγραφέας του έγινε στόχος της πιο βάρβαρης (και κατά το πλείστον άδικης) πολιτικής ανθρωποφαγίας σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο πολιτικό από το ξεκίνημα της κρίσης. Το Game Over είναι μια έντονα προσωπική πολιτική κατάθεση.
Κυρίως, το βιβλίο είναι η σοβαρότερη και πληρέστερη insider πολιτική μαρτυρία που έχει γραφτεί για τα 6 χρόνια που συγκλόνισαν τη χώρα. Πρέπει να διαβαστεί ιδίως από κείνους που στερεότυπα θεωρούν ότι «για όλα φταίει το Μνημόνιο του Παπακωνσταντίνου».
Εξ ορισμού το βιβλίο εκφράζει την οπτική του συγγραφέα του, άρα υπό την έννοια αυτή δεν είναι αντικειμενικό. Όμως τα επιχειρήματά του είναι στιβαρά και στέρεα τεκμηριωμένα. Όποιος θελήσει να τα αντικρούσει, θα προσπαθήσει πολύ.
Η αγωνιώδης πορεία στην κρίση
Παρακολουθείς στο Game Over την αγωνιώδη πορεία (σε μια κρίση της οποίας την έκταση και το βάθος κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει) μιας κυβέρνησης με σχεδόν μηδαμινούς βαθμούς ελευθερίας.
Προσπάθεια στην αρχή να αποκτήσουν ακριβή εικόνα των δημοσιονομικών δεδομένων. Στοιχεία δεν υπήρχαν.
Προσπάθεια να πετύχουν συναινετική αναδιάρθρωση ή έστω μετακύλιση των λήξεων του χρέους. Με μερική μόνο στήριξη από το ΔΝΤ, με κάθετα αντίθετη την ΕΚΤ του Τρισέ, τη Γερμανία και τη Γαλλία (που αργότερα μετέβαλαν στάση στη Ντοβίλ – αποσταθεροποιώντας όμως τελειωτικά την αγορά ελληνικών ομολόγων).
(Η συναινετική αναδιάρθρωση ήρθε επιτέλους το 2012, με το PSI, που κούρεψε 105 δισ. και επέφερε συνολικά μια γενναία μείωση καθαρής παρούσας αξίας του χρέους).
Μας θυμίζει πολλά ακόμα το βιβλίο. Δεν υπήρχε ο πειστικός μηχανισμός, το «γεμάτο πιστόλι» στο τραπέζι. Αυτό ήρθε μόνο τον Ιούλιο 2012, με το περίφημο «will do whatever it takes» του Μάριο Ντράγκι. Που σηματοδότησε κι έναν πρωταγωνιστικό ρόλο της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ.
Ο μηχανισμός διάσωσης καθυστέρησε, με ευθύνη των εταίρων, γι’ αυτό δεν κατάφερε να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να κατευνάσει τις αγορές ότι δεν θα επερχόταν η χρεοκοπία της Ελλάδας. Οι εταίροι σε όλη την αρχική περίοδο παρέμειναν δέσμιοι μας τιμωρητικής προσέγγισης, αντιδρώντας οργισμένα στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την παραποίηση των στατιστικών στοιχείων το 2009.
Σε όλο το διάστημα του 2010, η κυβέρνηση έπαιρνε μέτρα, αλλά οι αγορές ύστερα από λίγο τα θεωρούσαν ανεπαρκή. Δεν βοηθούσε και το γεγονός ότι το δημόσιο έλλειμμα ανέβαινε με κάθε αναθεώρηση της Eurostat, αρχίζοντας από το 12% και φτάνοντας τελικά στο 15%. Δεν βοηθούσαν επίσης οι αντιδράσεις κι η υπονόμευση των συμφωνημένων από συγκεκριμένους υπουργούς της κυβέρνησης Παπανδρέου – για τους οποίους πάντως ο συγγραφέας παραμένει απλώς υπαινικτικός.
Θυμίζει επίσης πώς η χώρα είχε μόλις μια βδομάδα να διαπραγματευθεί το 1ο Μνημόνιο, να συντάξει, υπογράψει, επικυρώσει μια συμφωνία 110 δισ. (το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία), για να προλάβει την εκταμίευση της πρώτης δόσης πριν από τις 19 Μαΐου 2010, που έληγε ομόλογο 8,9 δισ.
Έκαναν λάθη; Αναπόφευκτα, με κυριότερο κατά τη γνώμη μου την καθυστέρηση να λάβουν άμεσα επαρκή μέτρα. Ήταν όμως λάθη υπεύθυνης διακυβέρνησης, σε μια κρίση που το ιστορικό της μέγεθος ξεπερνούσε τους πάντες και τα πάντα. Και θα έλεγα, από τη μόνη κυβέρνηση (σε σύγκριση με όλες όσες ακολούθησαν) που δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τι επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Σε ένα πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης που δεν είχε διεθνές ιστορικό προηγούμενο.
Μας θυμίζει το βιβλίο τη διαρκή αγωνία για τις συνεχείς εκροές καταθέσεων και το φόβο να μην μετατραπούν σε τραπεζικό πανικό.
Μας θυμίζει ακόμα πώς η τότε αξιωματική αντιπολίτευση επέλεξε να ανέβει στα αντιμνημονιακά κεραμίδια, καταψηφίζοντας το 1ο Μνημόνιο – παρά τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή μέχρι το 2009 για τον εκτροχιασμό της οικονομίας που οδήγησε στο Μνημόνιο.
Έγινε δυστυχώς τότε η ΝΔ ένας ευπρεπέστερος ΣΥΡΙΖΑ της κεντροδεξιάς, προσφέροντας αστική νομιμοποίηση στον ανεξέλεγκτο οχετό της δημαγωγίας που επρόκειτο να ακολουθήσει…
Τι πήγε λάθος, και η υφεσιακή απειλή του Grexit
Τι πήγε λάθος με τα Μνημόνια; αναρωτιέται πολύς κόσμος. Γιατί η Ελλάδα, που μπήκε πρώτη στα Μνημόνια, έξι χρόνια αργότερα δεν έχει βγει;
Γιατί η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος αποφοίτησαν όλες, αναπτύσσονται ξανά, κι εμείς είμαστε στον 8ο χρόνο ύφεσης και σε ένα 3ο, βαρύτατο και εντελώς περιττό, Μνημόνιο;
Εάν η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα έπρεπε να περιέχει μόνο τρεις ή τέσσερις λέξεις, η μία από αυτές θα ήταν σίγουρα: ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά η απάντηση είναι ασφαλώς πιο σύνθετη. Και το βιβλίο του Παπακωνταντίνου έχει πολύ υλικό.
Ένας από τους πιο κρίσιμους παράγοντες αποτυχίας ήταν η δραματικά υφεσιακή επίδραση της πολιτικής αβεβαιότητας. Αυτή πολλαπλασίασε τα αρνητικά αποτελέσματα ενός ούτως ή άλλως βαρύτατα υφεσιακού προγράμματος προσαρμογής.
Από το 2010 μέχρι το τέλος του 2012 η χώρα τελούσε υπό την απειλή του Grexit. Η απειλή του Grexit δεν ήταν μόνο δημιούργημα των αγορών και των κερδοσκόπων. Προέκυπτε παρατηρώντας τη βαθιά ανωριμότητα του ελληνικού κομματικού συστήματος απέναντι στην κρίση, που σε μεγάλο βαθμό το ίδιο είχε δημιουργήσει.
Το Grexit ήταν η αβεβαιότητα των επενδυτών, για το αν μια χώρα με τόσο βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες, τόσο ανεπαρκές κράτος, με μια ανεύθυνη αντιπολίτευση που υπόσχεται να σκίσει τα μνημόνια, θα μπορέσει ποτέ να βγει από μια τέτοια κρίση, να κάνει αυτά που πρέπει.
Το Grexit σταμάτησε να συζητιέται μετά το τέλος του 2012, όταν ο Σαμαράς έκανε στροφή υπευθυνότητας, όταν προέκυψε κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας που παρείχε σταθερότητα και προοπτική, και εφάρμοζε τα συμφωνημένα. Το 2013 και 2014 κανείς δεν συζητούσε για το Grexit. Βοήθησε κι η στροφή της Γερμανίας σε μια σαφέστερη υποστήριξη της Ελλάδας στο ευρώ, χωρίς τις υποσημειώσεις και επιφυλάξεις της αρχικής περιόδου.
Το Grexit επανέκαμψε ανεξέλεγκτο το 2015, όταν οι τύχες της χώρας παραδόθηκαν στην πιο ανερμάτιστη και τυχοδιωκτική διακυβέρνηση που γνώρισε η χώρα.
Κανείς δεν επενδύει, κανείς δεν καταναλώνει, κανείς δεν δανείζει σε μια οικονομία υπό καθεστώς αβεβαιότητας, φόβου χρεοκοπίας και υποτιμητικής εξόδου από το κοινό νόμισμα.
Να πώς η αναπόφευκτη ύφεση των πολιτικών του Μνημονίου κατέληξε σε μια τεράστια σωρευτική απώλεια 26% του ελληνικού ΑΕΠ, και στη μεγαλύτερη Great Depression της Ευρώπης μετά τη δεκαετία του ’30.
Μας θυμίζει όμως επίσης το βιβλίο ότι η φράση «απέτυχαν τα Μνημόνια» είναι κι αυτή μια υπεραπλούστευση.
Ναι ο απολογισμός ύφεσης, ανεργίας, απώλειας δυνητικού προϊόντος, είναι τρομακτικός.
Όμως η οικονομία ξεκίνησε από μια απελπιστική κατάσταση. Και πέτυχε μια τεράστια διόρθωση, ισοσκέλισε θεόρατα ελλείμματα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Με τα Μνημόνια το ελληνικό κράτος για πρώτη φορά απέκτησε πλήρες επιχειρησιακό σχέδιο.
Και το κυριότερο, πραγματοποίησε πολλές απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, που η χώρα θα έπρεπε να είχε πραγματοποιήσει από μόνη της, αλλά πολυετής κυβερνητική αδράνεια υπό το φόβο του πολιτικού κόστους οδηγούσε κάθε φορά στην αναβολή τους.
Μεταρρυθμίσεις στο Ασφαλιστικό, στο σύστημα υγείας, στη φορολογική διοίκηση, τις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών, στα στατιστικά στοιχεία, κ.ά., πολλές από τις οποίες έμειναν ημιτελείς, αλλά όλες απολύτως αναγκαίες για να μπορεί να ανασυγκροτηθεί η Ελλάδα ως μια κανονική χώρα και οικονομία στην Ευρώπη.
Οι κοινωνικές αντιστάσεις
Ένα από τα κρίσιμα ζητήματα που αναδεικνύονται, εκτός από την ανωριμότητα της αντιπολίτευσης, είναι οι αντιστάσεις και κινητοποιήσεις της κοινωνίας ενάντια στις μεταρρυθμίσεις.
Γράφει ο Παπακωνσταντίνου (σ.276): «Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι αυτοί που διαμαρτύρονταν πιο έντονα δεν ήταν συνήθως οι πιο αδύναμοι, αυτοί που τους είχε χτυπήσει περισσότερο η κρίση. Δεν ήταν οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα με ελάχιστον μισθό, αυτοί που δούλευαν μεροκάματο στα χωράφια, οι πιο φτωχοί συνταξιούχοι. Δεν ήταν οι άνεργοι πτυχιούχοι, ή οι ταλαιπωρημένοι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες. Ήταν συνήθως υψηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι των οποίων οι αποδοχές είχαν περικοπεί, συνταξιούχοι δημοσίων επιχειρήσεων που είχαν βγει στη σύνταξη στα 50, ιδιοκτήτες ακινήτων που δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν πληρώσει φόρους για την ακίνητη περιουσία τους, επαγγελματίες που συνήθως δήλωναν ελάχιστο ποσοστό των εισοδημάτων τους».
Αυτή ήταν (και είναι) η Ελλάδα! – για να παραφράσω μια γνωστή φράση.
Και αυτό ακριβώς μας υπογραμμίζει πόσο η κρίση προϋπήρχε των Μνημονίων, και δεν δημιουργήθηκε από αυτά.
What if…
Τι θα είχε γίνει εάν η ΝΔ το 2010 είχε ψηφίσει το 1ο Μνημόνιο; Θα είχε επιταχυνθεί η ωρίμανση της κοινωνίας. Θα είχαμε βγει ταχύτερα από την κρίση.
Τι θα είχε γίνει εάν είχε ανταποκριθεί ο Σαμαράς τον Ιούνιο 2011 στις εκκλήσεις Παπανδρέου για κυβέρνηση συνεργασίας και πρωθυπουργό κοινής αποδοχής; Θα είχαμε κερδίσει έξι μήνες. Σε μια περίοδο που η οικονομία καταβυθιζόταν λόγω της αβεβαιότητας.
Τι θα είχε γίνει εάν ο Τσίπρας είχε κλείσει την 5η αξιολόγηση, εκμεταλλευόμενος τα ωφελήματα που θα ακολουθούσαν; Θα κερδίζαμε δυο χρόνια ανάκαμψης, και ένα πολύ μικρότερο ή κανένα Μνημόνιο.
Οι αντιμνημονιακές περγαμηνές έχτισαν πολιτικές καριέρες, αλλά ο λογαριασμός ερχόταν πάντοτε φουσκωμένος στο τέλος εις βάρος της χώρας.
Το χάσμα εμπιστοσύνης μεταφραζόταν πάντα σε περισσότερα και υφεσιακότερα μέτρα.
Τα προγράμματα θα ήταν πολύ ελαφρύτερα, το χρηματοδοτικό κενό θα ήταν πολύ μικρότερο.
Η χώρα θα είχε βγει στην ανάπτυξη ίσως από το 2013, η ανεργία θα ήταν σήμερα πιο κοντά στο 15% παρά στο 25%.
Δεν θα είχαμε χάσει σωρευτικά πάνω από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ του 2008. Και θα είχε ήδη αναπληρωθεί μεγάλο μέρος της απώλειας.
Ένα βουνό από ψεύδη
Μια βιομηχανία από ψεύδη και αυταπάτες άνθισε στα χρόνια των δυο Μνημονίων. Φουρνίζονταν στους φούρνους της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και των υστερικών ΜΜΕ, και μοιράζονταν στον κόσμο σαν ζεστά ψωμάκια, όπως θα έλεγε ο Χωμενίδης.
Κατηγορήθηκε η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου ότι δημοσιοποίησε το πρόβλημα του ελλείμματος του 2009 – λες και μπορούσε να συνεχίζει να κρύβει τους αριθμούς.
Κατηγορήθηκε ότι το φούσκωσε – λες και είχε συμφέρον σε κάτι τέτοιο αφού τότε θα έπρεπε να πάρει περισσότερα μέτρα.
Κατηγορήθηκε ότι «έβαλε τη χώρα στα Μνημόνια» – λες και υπήρχε άλλη εναλλακτική επιλογή από την προσφυγή σε μηχανισμό διάσωσης για μια χώρα με 24 δισ. πρωτογενές έλλειμμα. Όταν τρεις ακόμα χώρες, με προβλήματα πολύ ελαφρύτερα της Ελλάδας, δεν κατάφεραν να αποφύγουν το δικό τους Μνημόνιο.
Κατηγορήθηκε ότι δεν αναζήτησε εναλλακτικές – δάνειο από τους Ρώσους, από τους Κινέζους, το Ιράν, κλπ. Την είδαμε στην πράξη τη φενάκη αυτών των δήθεν εναλλακτικών το 2015 (όπως και στην Κύπρο το 2013) και μάλιστα υπό τις αφάνταστα ευνοϊκότερες συνθήκες που παρέλαβε η κυβέρνηση Τσίπρα, γιατί η χώρα είχε ήδη ολοκληρώσει 4/5 της προσαρμογής και βρισκόταν σε ανάκαμψη και πρωτογενές πλεόνασμα.
Κατηγορήθηκε ακόμα ότι δεν διαπραγματεύθηκε σκληρά ή δεν εκβίασε με παύση πληρωμών για να πάρει αναδιάρθρωση χρέους –και την είδαμε στην πράξη την τραγικωμική διαπραγμάτευση και την «επιτυχία» του εκβιασμού το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Κατηγορήθηκε ακόμα ότι δεν επέλεξε ακόμα και τη μονομερή χρεοκοπία το 2010 – επαναλαμβάνω για μια οικονομία που θα χρειαζόταν τουλάχιστον 50 δισ. εξωτερικού δανείου μόνο για να λειτουργήσει στοιχειωδώς, αποφεύγοντας συνθήκες μιας πραγματικής ανθρωπιστικής καταστροφής.
Και όμως αυτές οι παράλογες αιτιάσεις διαμόρφωσαν την κυρίαρχη άποψη στη χώρα για 5 χρόνια. Εάν σταματούσες έναν τυχαίο άνθρωπο στο δρόμο αυτές τις κατηγορίες θα αναμασούσε.
Η συνωμοσιολογία, η άγνοια, ο ανορθολογισμός, ο παραλογισμός, οδηγούσαν την κοινή γνώμη της χώρας.
Η κοινωνία είχε ξεχάσει τους εμπρηστές, και είχε στρέψει όλη την τυφλή οργή της στους πυροσβέστες.
Πώς τόσα ψέματα, τόσες ανοησίες, τόσες «αυταπάτες», αφέθηκαν να γιγαντωθούν; Να γίνουν κοινό αίσθημα;
Δεν είναι δικής μου αρμοδιότητας αλλά κάποια στιγμή κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, ιστορικοί, ανθρωπολόγοι πρέπει να μελετήσουν τον μηχανισμό οικοδόμησης ψεύδους και λαϊκής πλάνης.
Την ευκολία με την οποία μια ολόκληρη κοινωνία σέρνεται σε αυτό που κάποιοι θα ονόμαζαν magical thinking, που θα ονομάζαμε στα καθ’ ημάς θεωρίες ψεκασμένων, και πώς αυτές γίνονται κυρίαρχη ιδεολογία σε μια χώρα.
Και εδώ δεν μιλάμε για κάποιους γραφικούς περιθωριακούς που πιστεύουν ότι ο Έλβις είναι ζωντανός και δουλεύει dj στο Μεξικό.
Μιλάμε για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, όλη την αντιπολίτευση του 2010-11, ακόμα και μέσα στο τότε κυβερνών κόμμα, που συμφωνούσαν ότι η καταστροφή συντελέστηκε επειδή κάποιοι μας έβαλαν στο Μνημόνιο, το οποίο μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει.
Το δήθεν αίνιγμα της κρίσης
Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα μυστήριο για την ελληνική κρίση. Κανένα αίνιγμα προς επίλυση.
Όταν τρέχεις με 200 χλμ προς τον τοίχο χωρίς φρένα η έκβαση είναι δεδομένη. Και τότε δεν είναι η μεγάλη ταχύτητα που σε σκοτώνει, είναι το ξαφνικό σταμάτημα.
Το sudden stop ήρθε όταν τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που χρηματοδοτούσαν τα διπλά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας αποφάσισαν κάποια στιγμή ότι ήρθε η ώρα να φύγουν. Χωρίς καθυστέρηση.
Το κενό έπρεπε να καλυφθεί με τα κεφάλαια του ευρωπαϊκού δανειακού μηχανισμού. Ή αλλιώς η οικονομία θα κατέρρεε πλήρως, αφού ζωτικές της λειτουργίες χρηματοδοτούνταν με εξωτερικό δανεισμό.
Δεν υπήρχε κανένα μυστήριο για την ελληνική κρίση.
Ήταν η πιο ορθόδοξη και η πιο προβλέψιμη κρίση. Δεν ήταν σαν την Ιρλανδική και Ισπανική. Την προέβλεπαν τα εγχειρίδια της Ευρωζώνης, που έναν κίνδυνο γνώριζαν, τον κίνδυνο της διόγκωσης των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους.
Δεν υπήρχε κανένα μυστήριο για το που πήγαν τα λεφτά.
Τη δεκαετία του 2000 οι μισθοί στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 85% (έναντι 30% ευρωπαϊκού μέσου όρου). Στο δημόσιο τομέα αυξήθηκαν κατά 117% (έναντι 40% ευρωπαϊκού μέσου όρου).
Η χώρα μπήκε στην κρίση με δημόσιες δαπάνες 53% και έσοδα 38% ΑΕΠ. Με ένα ασφαλιστικό σύστημα που πήγαινε στο γκρεμό. Με συντάξεις στο 120% του τελευταίου μισθού, με συνταξιούχους στα 50 και στα 40. Με ένα κράτος που δεν είχε ποτέ μπει στον κόπο καν να γνωρίζει πόσους απασχολεί και πόσο τους πληρώνει.
Όταν είπαν να παγώσουν τους μισθούς Δημοσίου πάνω από 2000 ευρώ, ένας υπουργός του ΠΑΣΟΚ αντέδρασε, εξιστορεί το βιβλίο.
Όταν ο υφυπουργός Σαχινίδης είπε «χωρίς πρόσβαση σε δανεισμό το δίλημμα μεταξύ λιτότητας και ανάπτυξης είναι μεταφυσικό», ο τότε Γραμματέας της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ του απάντησε: «σε ποια κυβέρνηση θεωρείτε ότι συμμετέχετε; Άλλο να βγούμε από την κρίση και άλλο να χάσουμε την ψυχή μας».
Η «μαγική σκέψη», η υποκατάσταση των επιχειρημάτων από ιδεολογικά συνθήματα και λυρικά τσιτάτα, της ορθολογικής ανάλυσης από περιφρόνηση των εξωτερικών περιορισμών και άγνοια των αριθμών: αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ολόκληρο το κομματικό και συντεχνιακό σύστημα της χώρας είχαν συνηθίσει να κάνουν τις δουλειές τους.
Ίσως τελικά το μόνο αίνιγμα σχετικά με την κρίση είναι πώς επιτρέψαμε στον εαυτό μας (ως συντεταγμένη κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα) να φτάσουμε σε αυτό τον έσχατο εκτροχιασμό, αλλά και πως ακολουθήσαμε μια τόσο αυτοκαταστροφική αντίδραση.
Το πλεονέκτημα της μεταγενέστερης γνώσης
Είναι ευτύχημα ότι διαβάζουμε το βιβλίο υπό τη σοφία της εμπειρίας του 2015.
Εκεί δοκιμάστηκαν οι δημαγωγοί, οι τσαρλατάνοι κι οι ψευδοπροφήτες, και διέλυσαν κάθε αμφιβολία περί της τάχα «εναλλακτικής».
Άλλοι παραδέχτηκαν τις «αυταπάτες» τους, κι άλλοι δεινοί game theorists βρέθηκαν στην καρέκλα του υπ. Οικονομικών με όλη την εξουσία να εφαρμόσουν επιτέλους το φοβερό σχέδιό τους.
Και έτσι μας λύθηκε η απορία του πως θα έμοιαζε η επόμενη μέρα της περήφανης διαπραγμάτευσης.
45 δισ. ήταν το κόστος (25% ΑΕΠ), τόσο μας στοίχισε το φοβερό 2015, κατά τους πρόσφατους υπολογισμούς του Lisbon Council.
Και η χώρα βίωσε στον προθάλαμο όλα εκείνα τα οποία όλες οι κυβερνήσεις μέχρι το 2014 είχαν προσπαθήσει αγωνιωδώς να αποφύγουν.
Τις κλειστές τράπεζες, τα capital controls, τι σημαίνει να είναι η χώρα εκτός προγράμματος και εκτός ασπίδας προστασίας, τι σημαίνει αδυναμία εξυπηρέτησης χρέους και χρεοκοπία. Και τι σημαίνει να διαπραγματεύεσαι με εκατοντάδων σελίδων Σχέδιο Grexit στο τραπέζι από την άλλη πλευρά, και με πραγματική επικείμενη ανθρωπιστική καταστροφή προ των πυλών.
Πολύς κόσμος τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν μπλόφα αυτά που οι θυσίες των Μνημονίων προσπαθούσαν να αποτρέψουν.
Και βίωσε τι σημαίνουν όλα αυτά και για την πραγματική οικονομία. Για τις ζωές των ανθρώπων, που εκεί ακριβώς που προσπαθούσαν να μαζέψουν τις ζημιές τους και να σταθούν στα πόδια τους ήρθαν άλλα δυο χρόνια εντελώς περιττής ύφεσης και τους αποτελείωσαν.
Not over
Είναι σημαντικό να διαβαστεί αυτό το βιβλίο και για έναν τελευταίο λόγο.
Το Game Over είναι ένα χρονικό του πως κάποιοι άνθρωποι πάλεψαν με το τέρας της χρεοκοπίας, με αίσθημα ευθύνης και θα έλεγα αυταπάρνησης, την ίδια ώρα που ολόκληρη η κοινωνία παραδινόταν στις βολικές ψευδαισθήσεις, την τυφλή οργή, και την ωμή εξαπάτηση.
Τέτοιες κρίσεις δεν φτιάχνουν κοινωνίες, τις διαλύουν. Μας δίνουν όμως την ευκαιρία να διορθώσουμε κάποια πράγματα, και να περισώσουμε ό,τι μπορούμε.
Μας δίνουν κυρίως τη δυνατότητα κάποια στιγμή, μελετώντας τις από την αναγκαία απόσταση, να μάθουμε μερικά πράγματα για τον εαυτό μας.
Τhe game is not over.
Το βιβλίο του Γιώργου Παπακωνσταντίνου είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ένα συναρπαστικό αφήγημα. Ίσως και λόγω του βιωματικού φορτίου: ο συγγραφέας του έγινε στόχος της πιο βάρβαρης (και κατά το πλείστον άδικης) πολιτικής ανθρωποφαγίας σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο πολιτικό από το ξεκίνημα της κρίσης. Το Game Over είναι μια έντονα προσωπική πολιτική κατάθεση.
Κυρίως, το βιβλίο είναι η σοβαρότερη και πληρέστερη insider πολιτική μαρτυρία που έχει γραφτεί για τα 6 χρόνια που συγκλόνισαν τη χώρα. Πρέπει να διαβαστεί ιδίως από κείνους που στερεότυπα θεωρούν ότι «για όλα φταίει το Μνημόνιο του Παπακωνσταντίνου».
Εξ ορισμού το βιβλίο εκφράζει την οπτική του συγγραφέα του, άρα υπό την έννοια αυτή δεν είναι αντικειμενικό. Όμως τα επιχειρήματά του είναι στιβαρά και στέρεα τεκμηριωμένα. Όποιος θελήσει να τα αντικρούσει, θα προσπαθήσει πολύ.
Η αγωνιώδης πορεία στην κρίση
Παρακολουθείς στο Game Over την αγωνιώδη πορεία (σε μια κρίση της οποίας την έκταση και το βάθος κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει) μιας κυβέρνησης με σχεδόν μηδαμινούς βαθμούς ελευθερίας.
Προσπάθεια στην αρχή να αποκτήσουν ακριβή εικόνα των δημοσιονομικών δεδομένων. Στοιχεία δεν υπήρχαν.
Προσπάθεια να πετύχουν συναινετική αναδιάρθρωση ή έστω μετακύλιση των λήξεων του χρέους. Με μερική μόνο στήριξη από το ΔΝΤ, με κάθετα αντίθετη την ΕΚΤ του Τρισέ, τη Γερμανία και τη Γαλλία (που αργότερα μετέβαλαν στάση στη Ντοβίλ – αποσταθεροποιώντας όμως τελειωτικά την αγορά ελληνικών ομολόγων).
(Η συναινετική αναδιάρθρωση ήρθε επιτέλους το 2012, με το PSI, που κούρεψε 105 δισ. και επέφερε συνολικά μια γενναία μείωση καθαρής παρούσας αξίας του χρέους).
Μας θυμίζει πολλά ακόμα το βιβλίο. Δεν υπήρχε ο πειστικός μηχανισμός, το «γεμάτο πιστόλι» στο τραπέζι. Αυτό ήρθε μόνο τον Ιούλιο 2012, με το περίφημο «will do whatever it takes» του Μάριο Ντράγκι. Που σηματοδότησε κι έναν πρωταγωνιστικό ρόλο της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ.
Ο μηχανισμός διάσωσης καθυστέρησε, με ευθύνη των εταίρων, γι’ αυτό δεν κατάφερε να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να κατευνάσει τις αγορές ότι δεν θα επερχόταν η χρεοκοπία της Ελλάδας. Οι εταίροι σε όλη την αρχική περίοδο παρέμειναν δέσμιοι μας τιμωρητικής προσέγγισης, αντιδρώντας οργισμένα στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την παραποίηση των στατιστικών στοιχείων το 2009.
Σε όλο το διάστημα του 2010, η κυβέρνηση έπαιρνε μέτρα, αλλά οι αγορές ύστερα από λίγο τα θεωρούσαν ανεπαρκή. Δεν βοηθούσε και το γεγονός ότι το δημόσιο έλλειμμα ανέβαινε με κάθε αναθεώρηση της Eurostat, αρχίζοντας από το 12% και φτάνοντας τελικά στο 15%. Δεν βοηθούσαν επίσης οι αντιδράσεις κι η υπονόμευση των συμφωνημένων από συγκεκριμένους υπουργούς της κυβέρνησης Παπανδρέου – για τους οποίους πάντως ο συγγραφέας παραμένει απλώς υπαινικτικός.
Θυμίζει επίσης πώς η χώρα είχε μόλις μια βδομάδα να διαπραγματευθεί το 1ο Μνημόνιο, να συντάξει, υπογράψει, επικυρώσει μια συμφωνία 110 δισ. (το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία), για να προλάβει την εκταμίευση της πρώτης δόσης πριν από τις 19 Μαΐου 2010, που έληγε ομόλογο 8,9 δισ.
Έκαναν λάθη; Αναπόφευκτα, με κυριότερο κατά τη γνώμη μου την καθυστέρηση να λάβουν άμεσα επαρκή μέτρα. Ήταν όμως λάθη υπεύθυνης διακυβέρνησης, σε μια κρίση που το ιστορικό της μέγεθος ξεπερνούσε τους πάντες και τα πάντα. Και θα έλεγα, από τη μόνη κυβέρνηση (σε σύγκριση με όλες όσες ακολούθησαν) που δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τι επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Σε ένα πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης που δεν είχε διεθνές ιστορικό προηγούμενο.
Μας θυμίζει το βιβλίο τη διαρκή αγωνία για τις συνεχείς εκροές καταθέσεων και το φόβο να μην μετατραπούν σε τραπεζικό πανικό.
Μας θυμίζει ακόμα πώς η τότε αξιωματική αντιπολίτευση επέλεξε να ανέβει στα αντιμνημονιακά κεραμίδια, καταψηφίζοντας το 1ο Μνημόνιο – παρά τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή μέχρι το 2009 για τον εκτροχιασμό της οικονομίας που οδήγησε στο Μνημόνιο.
Έγινε δυστυχώς τότε η ΝΔ ένας ευπρεπέστερος ΣΥΡΙΖΑ της κεντροδεξιάς, προσφέροντας αστική νομιμοποίηση στον ανεξέλεγκτο οχετό της δημαγωγίας που επρόκειτο να ακολουθήσει…
Τι πήγε λάθος, και η υφεσιακή απειλή του Grexit
Τι πήγε λάθος με τα Μνημόνια; αναρωτιέται πολύς κόσμος. Γιατί η Ελλάδα, που μπήκε πρώτη στα Μνημόνια, έξι χρόνια αργότερα δεν έχει βγει;
Γιατί η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος αποφοίτησαν όλες, αναπτύσσονται ξανά, κι εμείς είμαστε στον 8ο χρόνο ύφεσης και σε ένα 3ο, βαρύτατο και εντελώς περιττό, Μνημόνιο;
Εάν η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα έπρεπε να περιέχει μόνο τρεις ή τέσσερις λέξεις, η μία από αυτές θα ήταν σίγουρα: ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά η απάντηση είναι ασφαλώς πιο σύνθετη. Και το βιβλίο του Παπακωνταντίνου έχει πολύ υλικό.
Ένας από τους πιο κρίσιμους παράγοντες αποτυχίας ήταν η δραματικά υφεσιακή επίδραση της πολιτικής αβεβαιότητας. Αυτή πολλαπλασίασε τα αρνητικά αποτελέσματα ενός ούτως ή άλλως βαρύτατα υφεσιακού προγράμματος προσαρμογής.
Από το 2010 μέχρι το τέλος του 2012 η χώρα τελούσε υπό την απειλή του Grexit. Η απειλή του Grexit δεν ήταν μόνο δημιούργημα των αγορών και των κερδοσκόπων. Προέκυπτε παρατηρώντας τη βαθιά ανωριμότητα του ελληνικού κομματικού συστήματος απέναντι στην κρίση, που σε μεγάλο βαθμό το ίδιο είχε δημιουργήσει.
Το Grexit ήταν η αβεβαιότητα των επενδυτών, για το αν μια χώρα με τόσο βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες, τόσο ανεπαρκές κράτος, με μια ανεύθυνη αντιπολίτευση που υπόσχεται να σκίσει τα μνημόνια, θα μπορέσει ποτέ να βγει από μια τέτοια κρίση, να κάνει αυτά που πρέπει.
Το Grexit σταμάτησε να συζητιέται μετά το τέλος του 2012, όταν ο Σαμαράς έκανε στροφή υπευθυνότητας, όταν προέκυψε κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας που παρείχε σταθερότητα και προοπτική, και εφάρμοζε τα συμφωνημένα. Το 2013 και 2014 κανείς δεν συζητούσε για το Grexit. Βοήθησε κι η στροφή της Γερμανίας σε μια σαφέστερη υποστήριξη της Ελλάδας στο ευρώ, χωρίς τις υποσημειώσεις και επιφυλάξεις της αρχικής περιόδου.
Το Grexit επανέκαμψε ανεξέλεγκτο το 2015, όταν οι τύχες της χώρας παραδόθηκαν στην πιο ανερμάτιστη και τυχοδιωκτική διακυβέρνηση που γνώρισε η χώρα.
Κανείς δεν επενδύει, κανείς δεν καταναλώνει, κανείς δεν δανείζει σε μια οικονομία υπό καθεστώς αβεβαιότητας, φόβου χρεοκοπίας και υποτιμητικής εξόδου από το κοινό νόμισμα.
Να πώς η αναπόφευκτη ύφεση των πολιτικών του Μνημονίου κατέληξε σε μια τεράστια σωρευτική απώλεια 26% του ελληνικού ΑΕΠ, και στη μεγαλύτερη Great Depression της Ευρώπης μετά τη δεκαετία του ’30.
Μας θυμίζει όμως επίσης το βιβλίο ότι η φράση «απέτυχαν τα Μνημόνια» είναι κι αυτή μια υπεραπλούστευση.
Ναι ο απολογισμός ύφεσης, ανεργίας, απώλειας δυνητικού προϊόντος, είναι τρομακτικός.
Όμως η οικονομία ξεκίνησε από μια απελπιστική κατάσταση. Και πέτυχε μια τεράστια διόρθωση, ισοσκέλισε θεόρατα ελλείμματα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Με τα Μνημόνια το ελληνικό κράτος για πρώτη φορά απέκτησε πλήρες επιχειρησιακό σχέδιο.
Και το κυριότερο, πραγματοποίησε πολλές απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, που η χώρα θα έπρεπε να είχε πραγματοποιήσει από μόνη της, αλλά πολυετής κυβερνητική αδράνεια υπό το φόβο του πολιτικού κόστους οδηγούσε κάθε φορά στην αναβολή τους.
Μεταρρυθμίσεις στο Ασφαλιστικό, στο σύστημα υγείας, στη φορολογική διοίκηση, τις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών, στα στατιστικά στοιχεία, κ.ά., πολλές από τις οποίες έμειναν ημιτελείς, αλλά όλες απολύτως αναγκαίες για να μπορεί να ανασυγκροτηθεί η Ελλάδα ως μια κανονική χώρα και οικονομία στην Ευρώπη.
Οι κοινωνικές αντιστάσεις
Ένα από τα κρίσιμα ζητήματα που αναδεικνύονται, εκτός από την ανωριμότητα της αντιπολίτευσης, είναι οι αντιστάσεις και κινητοποιήσεις της κοινωνίας ενάντια στις μεταρρυθμίσεις.
Γράφει ο Παπακωνσταντίνου (σ.276): «Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι αυτοί που διαμαρτύρονταν πιο έντονα δεν ήταν συνήθως οι πιο αδύναμοι, αυτοί που τους είχε χτυπήσει περισσότερο η κρίση. Δεν ήταν οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα με ελάχιστον μισθό, αυτοί που δούλευαν μεροκάματο στα χωράφια, οι πιο φτωχοί συνταξιούχοι. Δεν ήταν οι άνεργοι πτυχιούχοι, ή οι ταλαιπωρημένοι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες. Ήταν συνήθως υψηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι των οποίων οι αποδοχές είχαν περικοπεί, συνταξιούχοι δημοσίων επιχειρήσεων που είχαν βγει στη σύνταξη στα 50, ιδιοκτήτες ακινήτων που δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν πληρώσει φόρους για την ακίνητη περιουσία τους, επαγγελματίες που συνήθως δήλωναν ελάχιστο ποσοστό των εισοδημάτων τους».
Αυτή ήταν (και είναι) η Ελλάδα! – για να παραφράσω μια γνωστή φράση.
Και αυτό ακριβώς μας υπογραμμίζει πόσο η κρίση προϋπήρχε των Μνημονίων, και δεν δημιουργήθηκε από αυτά.
What if…
Τι θα είχε γίνει εάν η ΝΔ το 2010 είχε ψηφίσει το 1ο Μνημόνιο; Θα είχε επιταχυνθεί η ωρίμανση της κοινωνίας. Θα είχαμε βγει ταχύτερα από την κρίση.
Τι θα είχε γίνει εάν είχε ανταποκριθεί ο Σαμαράς τον Ιούνιο 2011 στις εκκλήσεις Παπανδρέου για κυβέρνηση συνεργασίας και πρωθυπουργό κοινής αποδοχής; Θα είχαμε κερδίσει έξι μήνες. Σε μια περίοδο που η οικονομία καταβυθιζόταν λόγω της αβεβαιότητας.
Τι θα είχε γίνει εάν ο Τσίπρας είχε κλείσει την 5η αξιολόγηση, εκμεταλλευόμενος τα ωφελήματα που θα ακολουθούσαν; Θα κερδίζαμε δυο χρόνια ανάκαμψης, και ένα πολύ μικρότερο ή κανένα Μνημόνιο.
Οι αντιμνημονιακές περγαμηνές έχτισαν πολιτικές καριέρες, αλλά ο λογαριασμός ερχόταν πάντοτε φουσκωμένος στο τέλος εις βάρος της χώρας.
Το χάσμα εμπιστοσύνης μεταφραζόταν πάντα σε περισσότερα και υφεσιακότερα μέτρα.
Τα προγράμματα θα ήταν πολύ ελαφρύτερα, το χρηματοδοτικό κενό θα ήταν πολύ μικρότερο.
Η χώρα θα είχε βγει στην ανάπτυξη ίσως από το 2013, η ανεργία θα ήταν σήμερα πιο κοντά στο 15% παρά στο 25%.
Δεν θα είχαμε χάσει σωρευτικά πάνω από το ένα τέταρτο του ΑΕΠ του 2008. Και θα είχε ήδη αναπληρωθεί μεγάλο μέρος της απώλειας.
Ένα βουνό από ψεύδη
Μια βιομηχανία από ψεύδη και αυταπάτες άνθισε στα χρόνια των δυο Μνημονίων. Φουρνίζονταν στους φούρνους της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και των υστερικών ΜΜΕ, και μοιράζονταν στον κόσμο σαν ζεστά ψωμάκια, όπως θα έλεγε ο Χωμενίδης.
Κατηγορήθηκε η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου ότι δημοσιοποίησε το πρόβλημα του ελλείμματος του 2009 – λες και μπορούσε να συνεχίζει να κρύβει τους αριθμούς.
Κατηγορήθηκε ότι το φούσκωσε – λες και είχε συμφέρον σε κάτι τέτοιο αφού τότε θα έπρεπε να πάρει περισσότερα μέτρα.
Κατηγορήθηκε ότι «έβαλε τη χώρα στα Μνημόνια» – λες και υπήρχε άλλη εναλλακτική επιλογή από την προσφυγή σε μηχανισμό διάσωσης για μια χώρα με 24 δισ. πρωτογενές έλλειμμα. Όταν τρεις ακόμα χώρες, με προβλήματα πολύ ελαφρύτερα της Ελλάδας, δεν κατάφεραν να αποφύγουν το δικό τους Μνημόνιο.
Κατηγορήθηκε ότι δεν αναζήτησε εναλλακτικές – δάνειο από τους Ρώσους, από τους Κινέζους, το Ιράν, κλπ. Την είδαμε στην πράξη τη φενάκη αυτών των δήθεν εναλλακτικών το 2015 (όπως και στην Κύπρο το 2013) και μάλιστα υπό τις αφάνταστα ευνοϊκότερες συνθήκες που παρέλαβε η κυβέρνηση Τσίπρα, γιατί η χώρα είχε ήδη ολοκληρώσει 4/5 της προσαρμογής και βρισκόταν σε ανάκαμψη και πρωτογενές πλεόνασμα.
Κατηγορήθηκε ακόμα ότι δεν διαπραγματεύθηκε σκληρά ή δεν εκβίασε με παύση πληρωμών για να πάρει αναδιάρθρωση χρέους –και την είδαμε στην πράξη την τραγικωμική διαπραγμάτευση και την «επιτυχία» του εκβιασμού το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Κατηγορήθηκε ακόμα ότι δεν επέλεξε ακόμα και τη μονομερή χρεοκοπία το 2010 – επαναλαμβάνω για μια οικονομία που θα χρειαζόταν τουλάχιστον 50 δισ. εξωτερικού δανείου μόνο για να λειτουργήσει στοιχειωδώς, αποφεύγοντας συνθήκες μιας πραγματικής ανθρωπιστικής καταστροφής.
Και όμως αυτές οι παράλογες αιτιάσεις διαμόρφωσαν την κυρίαρχη άποψη στη χώρα για 5 χρόνια. Εάν σταματούσες έναν τυχαίο άνθρωπο στο δρόμο αυτές τις κατηγορίες θα αναμασούσε.
Η συνωμοσιολογία, η άγνοια, ο ανορθολογισμός, ο παραλογισμός, οδηγούσαν την κοινή γνώμη της χώρας.
Η κοινωνία είχε ξεχάσει τους εμπρηστές, και είχε στρέψει όλη την τυφλή οργή της στους πυροσβέστες.
Πώς τόσα ψέματα, τόσες ανοησίες, τόσες «αυταπάτες», αφέθηκαν να γιγαντωθούν; Να γίνουν κοινό αίσθημα;
Δεν είναι δικής μου αρμοδιότητας αλλά κάποια στιγμή κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, ιστορικοί, ανθρωπολόγοι πρέπει να μελετήσουν τον μηχανισμό οικοδόμησης ψεύδους και λαϊκής πλάνης.
Την ευκολία με την οποία μια ολόκληρη κοινωνία σέρνεται σε αυτό που κάποιοι θα ονόμαζαν magical thinking, που θα ονομάζαμε στα καθ’ ημάς θεωρίες ψεκασμένων, και πώς αυτές γίνονται κυρίαρχη ιδεολογία σε μια χώρα.
Και εδώ δεν μιλάμε για κάποιους γραφικούς περιθωριακούς που πιστεύουν ότι ο Έλβις είναι ζωντανός και δουλεύει dj στο Μεξικό.
Μιλάμε για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, όλη την αντιπολίτευση του 2010-11, ακόμα και μέσα στο τότε κυβερνών κόμμα, που συμφωνούσαν ότι η καταστροφή συντελέστηκε επειδή κάποιοι μας έβαλαν στο Μνημόνιο, το οποίο μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει.
Το δήθεν αίνιγμα της κρίσης
Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα μυστήριο για την ελληνική κρίση. Κανένα αίνιγμα προς επίλυση.
Όταν τρέχεις με 200 χλμ προς τον τοίχο χωρίς φρένα η έκβαση είναι δεδομένη. Και τότε δεν είναι η μεγάλη ταχύτητα που σε σκοτώνει, είναι το ξαφνικό σταμάτημα.
Το sudden stop ήρθε όταν τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που χρηματοδοτούσαν τα διπλά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας αποφάσισαν κάποια στιγμή ότι ήρθε η ώρα να φύγουν. Χωρίς καθυστέρηση.
Το κενό έπρεπε να καλυφθεί με τα κεφάλαια του ευρωπαϊκού δανειακού μηχανισμού. Ή αλλιώς η οικονομία θα κατέρρεε πλήρως, αφού ζωτικές της λειτουργίες χρηματοδοτούνταν με εξωτερικό δανεισμό.
Δεν υπήρχε κανένα μυστήριο για την ελληνική κρίση.
Ήταν η πιο ορθόδοξη και η πιο προβλέψιμη κρίση. Δεν ήταν σαν την Ιρλανδική και Ισπανική. Την προέβλεπαν τα εγχειρίδια της Ευρωζώνης, που έναν κίνδυνο γνώριζαν, τον κίνδυνο της διόγκωσης των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους.
Δεν υπήρχε κανένα μυστήριο για το που πήγαν τα λεφτά.
Τη δεκαετία του 2000 οι μισθοί στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 85% (έναντι 30% ευρωπαϊκού μέσου όρου). Στο δημόσιο τομέα αυξήθηκαν κατά 117% (έναντι 40% ευρωπαϊκού μέσου όρου).
Η χώρα μπήκε στην κρίση με δημόσιες δαπάνες 53% και έσοδα 38% ΑΕΠ. Με ένα ασφαλιστικό σύστημα που πήγαινε στο γκρεμό. Με συντάξεις στο 120% του τελευταίου μισθού, με συνταξιούχους στα 50 και στα 40. Με ένα κράτος που δεν είχε ποτέ μπει στον κόπο καν να γνωρίζει πόσους απασχολεί και πόσο τους πληρώνει.
Όταν είπαν να παγώσουν τους μισθούς Δημοσίου πάνω από 2000 ευρώ, ένας υπουργός του ΠΑΣΟΚ αντέδρασε, εξιστορεί το βιβλίο.
Όταν ο υφυπουργός Σαχινίδης είπε «χωρίς πρόσβαση σε δανεισμό το δίλημμα μεταξύ λιτότητας και ανάπτυξης είναι μεταφυσικό», ο τότε Γραμματέας της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ του απάντησε: «σε ποια κυβέρνηση θεωρείτε ότι συμμετέχετε; Άλλο να βγούμε από την κρίση και άλλο να χάσουμε την ψυχή μας».
Η «μαγική σκέψη», η υποκατάσταση των επιχειρημάτων από ιδεολογικά συνθήματα και λυρικά τσιτάτα, της ορθολογικής ανάλυσης από περιφρόνηση των εξωτερικών περιορισμών και άγνοια των αριθμών: αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ολόκληρο το κομματικό και συντεχνιακό σύστημα της χώρας είχαν συνηθίσει να κάνουν τις δουλειές τους.
Ίσως τελικά το μόνο αίνιγμα σχετικά με την κρίση είναι πώς επιτρέψαμε στον εαυτό μας (ως συντεταγμένη κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα) να φτάσουμε σε αυτό τον έσχατο εκτροχιασμό, αλλά και πως ακολουθήσαμε μια τόσο αυτοκαταστροφική αντίδραση.
Το πλεονέκτημα της μεταγενέστερης γνώσης
Είναι ευτύχημα ότι διαβάζουμε το βιβλίο υπό τη σοφία της εμπειρίας του 2015.
Εκεί δοκιμάστηκαν οι δημαγωγοί, οι τσαρλατάνοι κι οι ψευδοπροφήτες, και διέλυσαν κάθε αμφιβολία περί της τάχα «εναλλακτικής».
Άλλοι παραδέχτηκαν τις «αυταπάτες» τους, κι άλλοι δεινοί game theorists βρέθηκαν στην καρέκλα του υπ. Οικονομικών με όλη την εξουσία να εφαρμόσουν επιτέλους το φοβερό σχέδιό τους.
Και έτσι μας λύθηκε η απορία του πως θα έμοιαζε η επόμενη μέρα της περήφανης διαπραγμάτευσης.
45 δισ. ήταν το κόστος (25% ΑΕΠ), τόσο μας στοίχισε το φοβερό 2015, κατά τους πρόσφατους υπολογισμούς του Lisbon Council.
Και η χώρα βίωσε στον προθάλαμο όλα εκείνα τα οποία όλες οι κυβερνήσεις μέχρι το 2014 είχαν προσπαθήσει αγωνιωδώς να αποφύγουν.
Τις κλειστές τράπεζες, τα capital controls, τι σημαίνει να είναι η χώρα εκτός προγράμματος και εκτός ασπίδας προστασίας, τι σημαίνει αδυναμία εξυπηρέτησης χρέους και χρεοκοπία. Και τι σημαίνει να διαπραγματεύεσαι με εκατοντάδων σελίδων Σχέδιο Grexit στο τραπέζι από την άλλη πλευρά, και με πραγματική επικείμενη ανθρωπιστική καταστροφή προ των πυλών.
Πολύς κόσμος τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν μπλόφα αυτά που οι θυσίες των Μνημονίων προσπαθούσαν να αποτρέψουν.
Και βίωσε τι σημαίνουν όλα αυτά και για την πραγματική οικονομία. Για τις ζωές των ανθρώπων, που εκεί ακριβώς που προσπαθούσαν να μαζέψουν τις ζημιές τους και να σταθούν στα πόδια τους ήρθαν άλλα δυο χρόνια εντελώς περιττής ύφεσης και τους αποτελείωσαν.
Not over
Είναι σημαντικό να διαβαστεί αυτό το βιβλίο και για έναν τελευταίο λόγο.
Το Game Over είναι ένα χρονικό του πως κάποιοι άνθρωποι πάλεψαν με το τέρας της χρεοκοπίας, με αίσθημα ευθύνης και θα έλεγα αυταπάρνησης, την ίδια ώρα που ολόκληρη η κοινωνία παραδινόταν στις βολικές ψευδαισθήσεις, την τυφλή οργή, και την ωμή εξαπάτηση.
Τέτοιες κρίσεις δεν φτιάχνουν κοινωνίες, τις διαλύουν. Μας δίνουν όμως την ευκαιρία να διορθώσουμε κάποια πράγματα, και να περισώσουμε ό,τι μπορούμε.
Μας δίνουν κυρίως τη δυνατότητα κάποια στιγμή, μελετώντας τις από την αναγκαία απόσταση, να μάθουμε μερικά πράγματα για τον εαυτό μας.
Τhe game is not over.