της Εύας Στάμου
Συχνά υπερηφανευόμαστε ότι είμαστε συνειδητοποιημένοι πολίτες που όχι μόνο έχουμε άποψη για τα πάντα αλλά και την υποστηρίζουμε παθιασμένα με επιχειρήματα, αναλύσεις -ή και κραυγές- στις παρέες, στην τοπική κομματική ομάδα όπου τυχόν ανήκουμε, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Αυτή η έντονη, σε καθημερινό επίπεδο, ενασχόληση με τα κοινά, που δεν παρατηρείται σε τέτοιο βαθμό σε όλους τους λαούς της Ευρώπης, θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα ότι είμαστε ώριμοι και καλά ενημερωμένοι πολίτες, που διαβάζουν έγκριτες εφημερίδες, μελετούν τους νόμους και δεν χάνουν «Ολομέλεια» στο Κανάλι της Βουλής.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό ισχύει για ένα μικρό ποσοστό πολιτών. Οι υπόλοιποι, μεγαλώνοντας συχνά σε οικογένειες που είχαν σχέσεις πελατειακές με το γραφείο κάποιου πολιτευτή και κατά συνέπεια προσωπικά οφέλη από την εκλογή του, μαθαίνουν από νεαρή ηλικία να δηλώνουν ειδήμονες στα πολιτικά, χωρίς να φροντίζουν να ενημερωθούν επαρκώς για το εκάστοτε πολιτικό πρόβλημα.
Η ένταξη σε κάποια κομματική νεολαία στο πανεπιστήμιο διαμορφώνει, στη συνέχεια, την πολιτική σκέψη και την πολιτική γλώσσα που οφείλουν να υιοθετήσουν, ώστε να κατατροπώσουν τους κομματικούς αντιπάλους τους, έχοντας ως κύριο μέλημα την επικράτηση της άποψης που θα προωθήσει το συμφέρον της παράταξης, της συντεχνίας ή της οικογένειάς τους.
Την τελευταία δεκαετία έχει εμπεδωθεί η εντύπωση ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Δημοκρατία δεν είναι οι θεσμικές κατακτήσεις της ισονομίας, της διάκρισης των εξουσιών, της καθολικής ψηφοφορίας ή της λογοδοσίας των κρατούντων, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό: ότι όλες οι απόψεις, όλων των πολιτών, επί οποιουδήποτε θέματος, όσο ανερμάτιστες ή μισαλλόδοξες κι αν είναι, χρήζουν της ίδιας προσοχής.
Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης επικράτησε επίσης η αντίληψη πως οι λιγότερο αξιόπιστες πληροφορίες προέρχονται από τους κατεξοχήν υπεύθυνους για την ενημέρωση των πολιτών: τους δημοσιογράφους. Η αντίληψη αυτή έχει συμβάλει στην τάση πολλών χρηστών του διαδικτύου να δίνουν την ίδια βαρύτητα στα κείμενα των πολιτικών αναλυτών με οποιουδήποτε άλλου χρήστη του facebook ή του twitter, ενισχύοντας μια κατάσταση που επιτρέπει την εύκολη διάδοση των fake news και της συνωμοσιολογίας.
Μια άλλη ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι ως λαός, ιστορικά, αποφεύγουμε τη βία, δεν είμαστε ποτέ οι επιτιθέμενοι, αλλά πάντα αυτοί που δέχονται επίθεση. Η εικόνα που έχουμε για εμάς είναι πως ήμασταν και παραμένουμε άνθρωποι καλοί, ψύχραιμοι, και δίκαιοι, πιστοί στα χριστιανικά ιδεώδη της αλληλεγγύης και της φιλανθρωπίας.
Ίσως αυτή ακριβώς η εικόνα που διατηρούμε για τους εαυτούς μας να εξηγεί την αμηχανία που πολλοί αισθάνονται απέναντι στη βία, τη δυσκολία που έχουν να αναγνωρίσουν ως τέτοια τα βίαια επεισόδια κατά συμπολιτών τους, τη δυσφορία τους απέναντι σε όσους παραπονούνται για σεξουαλική παρενόχληση ή κάποια άλλη μορφή κακοποίησης, τη δυσανεξία τους στο «me too» - καθώς και την ανικανότητα μεγάλου τμήματος της κοινωνίας να αντιδράσει ορθά απέναντι σε βίαιες συμπεριφορές, που μπορεί να συναντώνται είτε σε μια δημόσια συγκέντρωση είτε στο σπίτι του γείτονα.
Η άποψη ότι το θύμα μιας βίαιης, λεκτικής ή φυσικής, επίθεσης έχει με κάποιον τρόπο προκαλέσει τους θύτες του και άρα είναι συνυπεύθυνο για την επίθεση που έχει υποστεί, ή πως είναι προσωπικό θέμα του καθενός από εμάς να προστατεύσει την τιμή και την ακεραιότητά του, όπως συνηθιζόταν κάποτε στην άγρια Δύση, καμία σχέση δεν έχει με δημοκρατικά ιδεώδη και πολιτική ωριμότητα.
Είναι σοκαριστικό ότι λίγες μέρες μετά την επίθεση που δέχτηκε ο Γιάννης Μπουτάρης, υπάρχουν ακόμη πολίτες που κουβεντιάζουν την «προκλητική» στάση του θύματος, μα και πολιτικοί που αποφεύγουν να καταδικάσουν την επίθεση, αλλά αναζητούν προφάσεις με τις οποίες θα καλύψουν την πολιτική αντιπαλότητα, την εκδικητικότητα ή πιθανώς τον φθόνο που νιώθουν για τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, καθώς και τη χαιρεκακία που αισθάνθηκαν για την «τιμωρία» που του «άξιζε».
Ο Γιάννης Μπουτάρης εκφράζει συχνά τολμηρές, και γι’ αυτό αντιδημοφιλείς, απόψεις, κάτι που οι περισσότεροι πολιτευόμενοι αποφεύγουν στη χώρα μας. Είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κάποιος με τις απόψεις του Μπουτάρη, πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο ίδιος έχει το θάρρος της γνώμης του, την οποία στηρίζει με επιχειρήματα και όχι με την πρόκληση επεισοδίων ή τη ρητορική μίσους - κάτι που, δυστυχώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι ισχύει για όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του.
Η ελληνική κοινωνία παραμένει σε μεγάλο βαθμό κλειστή και συντηρητική, μια κοινωνία ναρκισσευόμενη, που αντιστέκεται στη διαφορετικότητα, πιστεύοντας ότι όλοι οι κάτοικοι της επικράτειας οφείλουν να χαρακτηρίζονται από εθνοτική, θρησκευτική και σεξουαλική ομοιομορφία - οτιδήποτε άλλο θεωρείται ύποπτο και προκλητικό.
Όταν οι περισσότεροι επερωτήσουμε την επίπλαστη εικόνα που συντηρούμε για τη χώρα μα και για τους πολίτες της -για το πόσο άκακοι, ανεκτικοί, αθώοι ή παρεξηγημένοι είναι όλοι- θα μπορέσουμε ίσως να αποκτήσουμε και μια σαφέστερη αντίληψη για το τι σημαίνει βία μα και γιατί οφείλουμε να την καταδικάζουμε απερίφραστα, προς όποιους κι αν κατευθύνεται, από όπου κι αν προέρχεται.
Συχνά υπερηφανευόμαστε ότι είμαστε συνειδητοποιημένοι πολίτες που όχι μόνο έχουμε άποψη για τα πάντα αλλά και την υποστηρίζουμε παθιασμένα με επιχειρήματα, αναλύσεις -ή και κραυγές- στις παρέες, στην τοπική κομματική ομάδα όπου τυχόν ανήκουμε, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Αυτή η έντονη, σε καθημερινό επίπεδο, ενασχόληση με τα κοινά, που δεν παρατηρείται σε τέτοιο βαθμό σε όλους τους λαούς της Ευρώπης, θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα ότι είμαστε ώριμοι και καλά ενημερωμένοι πολίτες, που διαβάζουν έγκριτες εφημερίδες, μελετούν τους νόμους και δεν χάνουν «Ολομέλεια» στο Κανάλι της Βουλής.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό ισχύει για ένα μικρό ποσοστό πολιτών. Οι υπόλοιποι, μεγαλώνοντας συχνά σε οικογένειες που είχαν σχέσεις πελατειακές με το γραφείο κάποιου πολιτευτή και κατά συνέπεια προσωπικά οφέλη από την εκλογή του, μαθαίνουν από νεαρή ηλικία να δηλώνουν ειδήμονες στα πολιτικά, χωρίς να φροντίζουν να ενημερωθούν επαρκώς για το εκάστοτε πολιτικό πρόβλημα.
Η ένταξη σε κάποια κομματική νεολαία στο πανεπιστήμιο διαμορφώνει, στη συνέχεια, την πολιτική σκέψη και την πολιτική γλώσσα που οφείλουν να υιοθετήσουν, ώστε να κατατροπώσουν τους κομματικούς αντιπάλους τους, έχοντας ως κύριο μέλημα την επικράτηση της άποψης που θα προωθήσει το συμφέρον της παράταξης, της συντεχνίας ή της οικογένειάς τους.
Την τελευταία δεκαετία έχει εμπεδωθεί η εντύπωση ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Δημοκρατία δεν είναι οι θεσμικές κατακτήσεις της ισονομίας, της διάκρισης των εξουσιών, της καθολικής ψηφοφορίας ή της λογοδοσίας των κρατούντων, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό: ότι όλες οι απόψεις, όλων των πολιτών, επί οποιουδήποτε θέματος, όσο ανερμάτιστες ή μισαλλόδοξες κι αν είναι, χρήζουν της ίδιας προσοχής.
Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης επικράτησε επίσης η αντίληψη πως οι λιγότερο αξιόπιστες πληροφορίες προέρχονται από τους κατεξοχήν υπεύθυνους για την ενημέρωση των πολιτών: τους δημοσιογράφους. Η αντίληψη αυτή έχει συμβάλει στην τάση πολλών χρηστών του διαδικτύου να δίνουν την ίδια βαρύτητα στα κείμενα των πολιτικών αναλυτών με οποιουδήποτε άλλου χρήστη του facebook ή του twitter, ενισχύοντας μια κατάσταση που επιτρέπει την εύκολη διάδοση των fake news και της συνωμοσιολογίας.
Μια άλλη ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι ως λαός, ιστορικά, αποφεύγουμε τη βία, δεν είμαστε ποτέ οι επιτιθέμενοι, αλλά πάντα αυτοί που δέχονται επίθεση. Η εικόνα που έχουμε για εμάς είναι πως ήμασταν και παραμένουμε άνθρωποι καλοί, ψύχραιμοι, και δίκαιοι, πιστοί στα χριστιανικά ιδεώδη της αλληλεγγύης και της φιλανθρωπίας.
Ίσως αυτή ακριβώς η εικόνα που διατηρούμε για τους εαυτούς μας να εξηγεί την αμηχανία που πολλοί αισθάνονται απέναντι στη βία, τη δυσκολία που έχουν να αναγνωρίσουν ως τέτοια τα βίαια επεισόδια κατά συμπολιτών τους, τη δυσφορία τους απέναντι σε όσους παραπονούνται για σεξουαλική παρενόχληση ή κάποια άλλη μορφή κακοποίησης, τη δυσανεξία τους στο «me too» - καθώς και την ανικανότητα μεγάλου τμήματος της κοινωνίας να αντιδράσει ορθά απέναντι σε βίαιες συμπεριφορές, που μπορεί να συναντώνται είτε σε μια δημόσια συγκέντρωση είτε στο σπίτι του γείτονα.
Η άποψη ότι το θύμα μιας βίαιης, λεκτικής ή φυσικής, επίθεσης έχει με κάποιον τρόπο προκαλέσει τους θύτες του και άρα είναι συνυπεύθυνο για την επίθεση που έχει υποστεί, ή πως είναι προσωπικό θέμα του καθενός από εμάς να προστατεύσει την τιμή και την ακεραιότητά του, όπως συνηθιζόταν κάποτε στην άγρια Δύση, καμία σχέση δεν έχει με δημοκρατικά ιδεώδη και πολιτική ωριμότητα.
Είναι σοκαριστικό ότι λίγες μέρες μετά την επίθεση που δέχτηκε ο Γιάννης Μπουτάρης, υπάρχουν ακόμη πολίτες που κουβεντιάζουν την «προκλητική» στάση του θύματος, μα και πολιτικοί που αποφεύγουν να καταδικάσουν την επίθεση, αλλά αναζητούν προφάσεις με τις οποίες θα καλύψουν την πολιτική αντιπαλότητα, την εκδικητικότητα ή πιθανώς τον φθόνο που νιώθουν για τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, καθώς και τη χαιρεκακία που αισθάνθηκαν για την «τιμωρία» που του «άξιζε».
Ο Γιάννης Μπουτάρης εκφράζει συχνά τολμηρές, και γι’ αυτό αντιδημοφιλείς, απόψεις, κάτι που οι περισσότεροι πολιτευόμενοι αποφεύγουν στη χώρα μας. Είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κάποιος με τις απόψεις του Μπουτάρη, πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο ίδιος έχει το θάρρος της γνώμης του, την οποία στηρίζει με επιχειρήματα και όχι με την πρόκληση επεισοδίων ή τη ρητορική μίσους - κάτι που, δυστυχώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι ισχύει για όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του.
Η ελληνική κοινωνία παραμένει σε μεγάλο βαθμό κλειστή και συντηρητική, μια κοινωνία ναρκισσευόμενη, που αντιστέκεται στη διαφορετικότητα, πιστεύοντας ότι όλοι οι κάτοικοι της επικράτειας οφείλουν να χαρακτηρίζονται από εθνοτική, θρησκευτική και σεξουαλική ομοιομορφία - οτιδήποτε άλλο θεωρείται ύποπτο και προκλητικό.
Όταν οι περισσότεροι επερωτήσουμε την επίπλαστη εικόνα που συντηρούμε για τη χώρα μα και για τους πολίτες της -για το πόσο άκακοι, ανεκτικοί, αθώοι ή παρεξηγημένοι είναι όλοι- θα μπορέσουμε ίσως να αποκτήσουμε και μια σαφέστερη αντίληψη για το τι σημαίνει βία μα και γιατί οφείλουμε να την καταδικάζουμε απερίφραστα, προς όποιους κι αν κατευθύνεται, από όπου κι αν προέρχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου