Σάββατο 24 Αυγούστου 2013
Κάτι αλλάζει στην Αθήνα
του Διονύση Γουσέτη
Για να καταλάβουμε τη διαφορά του σημερινού δημάρχου Αθηναίων από τη μέχρι τώρα κατάσταση, πρέπει να πάμε πίσω στο 2006 και να παρακολουθήσουμε τις διακηρύξεις, όχι μόνο των κατεστημένων κομμάτων, αλλά του τότε φρέσκου αριστερού υποψηφίου δημάρχου Αλέξη Τσίπρα. Απαιτούσε με πάθος «γενναία μεταφορά πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό στον δήμο, τους οποίους η δημοτική αρχή πρέπει να διεκδικήσει κινητοποιώντας τους δημότες». Ο φέρελπις νέος πλασάριζε ως ανανέωση της τοπικής αυτοδιοίκησης την πεπατημένη της πρόσθετης επιδότησης από το κράτος, την οποία μάλιστα θα διεκδικούσε με τον τρόπο που έχει συνηθίσει: με διαδηλώσεις και φασαρίες!
Ο Καμίνης έκανε το αντίθετο. Απογαλάκτισε τον δήμο από την κρατική επιδότηση. Επί δημαρχίας του ο δήμος όχι μόνο δεν πήρε πρόσθετη επιδότηση, αλλά μειώθηκαν οι πόροι του -λόγω της κρίσης- κατά 60%. Και όχι μόνο κράτησε τον δήμο όρθιο, αλλά μείωσε και τα φέσια των προηγούμενων δημάρχων κατά 40%!
Πώς το έκανε; Σταμάτησε τη διαφθορά. Συγχώνευσε οργανισμούς και επιχειρήσεις. Σταμάτησε τη σπατάλη. Εκανε χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις με το 10% του κόστους των προηγουμένων ετών. Εφερε στην Αθήνα 140 εκατ. ευρώ απευθείας από κοινοτικά κονδύλια. Απέλυσε από τον 9.84 μεγάλα ονόματα που ο προηγούμενος δήμαρχος πλήρωνε αδρά για να τον προωθούν προσωπικά, παρότι έτσι έμεινε επικοινωνιακά ακάλυπτος στις παντοειδείς επιθέσεις για καταστάσεις που δεν μπορούσε να επηρεάσει: την υποβάθμιση του κέντρου, την αύξηση της εγκληματικότητας, τα ναρκωτικά, το παραεμπόριο, την πορνεία.
Κατηγορήθηκε από τους «αγανακτισμένους» του 2011 ότι «υπηρετεί το σύστημα», επειδή καθάρισε την Πλατεία Συντάγματος. Κατηγορήθηκε από τις συντεχνίες των εργαζομένων στον δήμο ως «μανιασμένος κατήγορος των εργαζομένων». Και η συντεχνία φαρμακοποιών του έριξε τη λάσπη ότι «εξυπηρετεί άλλα συμφέροντα» επειδή διεύρυνε το ωράριό τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκέστηκε στις κατηγορίες. Οργάνωσε «κατοίκους» - τραμπούκους για να ακυρώσουν το γκαράζ του Α΄ Νεκροταφείου, να καταστρέψουν πινακίδες της ελεγχόμενης στάθμευσης, να καταλάβουν το δημοτικό καφενείο, ενισχύοντας την υποβάθμιση της πόλης.
Ο Καμίνης δεν αποποιήθηκε τις ευθύνες του. Δεν τις φόρτωσε στην τρόικα, παριστάνοντας τον «καλό» -όπως έκαναν υπουργοί, πρωθυπουργοί, κόμματα- ούτε όταν δεχόταν προπηλακισμούς από κουκουλοφόρους ούτε όταν οι Οικολόγοι Πράσινοι αποχωρούσαν από την παράταξή του διότι «σύρθηκε πίσω από τις επιλογές της κεντρικής πολιτικής σκηνής».
Ετσι μέσα στη συνολική απαξίωση και τη λειψανδρία πολιτικού προσωπικού ο Γιώργος Καμίνης φαντάζει σαν φάρος σοβαρότητας, ικανότητας, εντιμότητας, καινοτομίας. Είναι μεταρρυθμιστής. Γι’ αυτό είναι επικίνδυνος για τα ανίκανα για μεταρρυθμίσεις κόμματα, που ήδη κυκλοφορούν ονόματα υποψηφίων δημάρχων στις δημοτικές εκλογές του 2014, για να μετρήσουν το έχειν τους.
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=21617&sw=1280
Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013
Το Θρησκευτικό Πρόβλημα Της Ελλάδας
του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Αυτή είναι η καλύτερη φωτογραφία που έχω δει τις τελευταίες ημέρες, άψογη από άποψη αισθητικής, καδραρίσματος και γωνίας, και θεματικά αρκετά δυνατή για να με κάνει να γράψω καίτοι πασπαλισμένος με θαλασσινά αλάτια.
Την τράβηξε η @murplejane και την ανέβασε στο Instagram, μιαν υπηρεσία που δυστυχώς δε ζει ελεύθερη στα Ίντερνετς αλλά αφορά μόνο τους κατόχους iPhone (είναι δωρεάν εφαρμογή, μπορείς να με βρεις κι εμένα εκεί μέσα, είμαι, όπως μαντεύεις, ο tgeorgakopoulos), και δείχνει ένα παιδάκι να μπουσουλάει σ' αυτό το διάδρομο που εκτείνεται από το λιμάνι της Τήνου μέχρι την είσοδο της εκκλησίας της Παναγίας. Δεν ξέρω τις συνθήκες στις οποίες τραβήχτηκε η φωτογραφία και τί πραγματικά συνέβηκε, αν δηλαδή το παιδάκι παίζει μιμούμενο τις γριές που κάνουν τη διαδρομή γονατιστές ζητώντας τη μαγική επέμβαση μιας ανώτερης δύναμης για την επίλυση των προβλημάτων τους, ή αν το έχουν αναγκάσει να κάνει κι αυτό το ίδιο, περίπτωση που, αν ισχύει, θα πρέπει ίσως να ευαισθητοποιήσει κάποιον (υποθέτω πασπαλισμένο με αλάτια) εισαγγελέα κάπου. Δεν ξέρω επίσης αν ο μορφασμός του πιτσιρίκου είναι πράγματι, όπως φαίνεται, πόνου, ή μια τυχαία σύλληψη του φακού, προοίμιο γέλιου ίσως.
Αυτό που ξέρω είναι πως δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη αφορμή για να ξανασκεφτώ (ειδικά αυτή τη μέρα που η θεοκρατική μας δημοκρατία γιορτάζει το θάνατο της μάνας του Μεσσία) το Θρησκευτικό Πρόβλημα της Ελλάδας.
Το "Θρησκευτικό Πρόβλημα της Ελλάδας", παρεμπιπτόντως, δεν το ορίζω όπως φαντάζεσαι. Προφανώς απεχθάνομαι την 12ετή υποχρεωτική κατήχηση των παιδιών στο σχολείο, τη μισθοδοσία των παπάδων από τον κρατικό προϋπολογισμό, την ορκωμοσία των βουλευτών στη Βίβλο από αρχιερείς με πετραχήλια και τον επαίσχυντο και κεντρικό ρόλο της Εκκλησίας στο κύκλωμα διαφθοράς που είναι η Ελληνική κοινωνικοοικοινομική πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι όλα αυτά δεν είναι η ασθένεια: Είναι τα συμπτώματα.
Το πρόβλημα, όπως το ορίζω εγώ, είναι η ανοχή και η αυτολογοκρισία.
Είμαστε, βλέπεις, και από αυτή την άποψη μια ιδιαίτερη περίπτωση χώρας εμείς. Ως θεοκρατική δημοκρατία διαφέρουμε αρκετά από άλλες θεοκρατικές δημοκρατίες (αν και όχι όσο -και όπως- νομίζουμε) σαν το Ιράν. Πρώτα απ' όλα, υπάρχουν λιγότεροι "Έλληνες Χριστιανοί" εκεί έξω από ό,τι θα υπέθεταν πολλοί, αλλά ταυτόχρονα περισσότεροι από όσοι φαντάζεσαι. Οι πιστοί Χριστιανοί, αυτοί που πιστεύουν ότι στ' αλήθεια υπήρξε ένας κύριος που τον λέγαν Ιησού και γεννήθηκε στη Ναζαρέτ από μια παρθένα και έκανε θαύματα, και ότι όταν οι ίδιοι πεθάνουν θα πάνε στον παράδεισο (και εγώ στην κόλαση) και ο καλός Θεούλης μας κοιτάει από τον ουρανό και όλα γίνονται επειδή είναι θέλημά του, είναι μεν πολλοί, αλλά είναι μόνο ένα υποσύνολο των Ελλήνων που δηλώνουν "Χριστιανοί". Οι υπόλοιποι είναι κυρίως άνθρωποι που ακολουθούν τα έθιμα του Χριστιανισμού (οικειοποιημένα από την Εκκλησία παγανιστικά έθιμα του παρελθόντος, όλα τους), όχι για θρησκευτικούς λόγους αλλά για κοινωνικούς -δε χρειάζεται να πιστεύεις στην Ανάσταση για να εκτιμάς το κοκορέτσι- ενώ το καθαρά θεολογικό θέμα το αντιμετωπίζουν παραδοσιακά με μια διαλλακτική ασάφεια που μπορεί εν μέρει να υποδηλώνει πνευματική τεμπελιά, αλλά μάλλον περισσότερο παραπέμπει σε κάτι πιο ανθρώπινο: Καταλαβαίνουν ότι το θρησκευτικό δόγμα είναι ένα παραμύθι αλλά, μιας και δεν παίζει και κανέναν ουσιαστικό ρόλο στις πραγματικές, μη-θρησκευτικές ζωές τους, δεν θέλουν και να το πολυσκεφτούν, καθώς ενδόμυχα φοβούνται ότι η ευθεία άρνησή του μπορεί να τους στοιχίσει μέρος της ταυτότητάς τους, με αποτέλεσμα να στερηθούν και το κοκορέτσι.
(Ανάμεσα στις δύο κατηγορίες υπάρχει και μια άλλη, των υποκριτών, που δηλώνουν Χριστιανοί και επωφελούνται ενσυνείδητα από αυτή τους την δήλωση, παρ' όλο που η συμπεριφορά τους σε κανένα επίπεδο της προσωπικής τους ζωής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί "χριστιανική" -ένα μεγάλο μέρος του "πληρώματος" της διεφθαρμένης Ελληνικής Εκκλησίας ανήκει σ' αυτή την κατηγορία).
Το Πρόβλημα, λοιπόν, είναι η ανοχή και η επιείκεια των υπολοίπων "Εθιμικά Χριστιανών" και των (πολύ λιγότερων) συνειδητά μη-Χριστιανών απέναντι στους κανονικούς πιστούς Χριστιανούς.
Είναι παγκόσμιο πρόβλημα: Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας, μια ιδεολογική κατάκτηση αναμφισβήτητης αξίας, έχει καταντήσει (διαστρεβλωμένος) να χρησιμεύει ώς προστατευτικός μηχανισμός οποιασδήποτε σκοταδιστικής και μισαλλόδοξης ιδεολογίας (κι εδώ, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, εννοώ προστασία από την κριτική και το σχολιασμό, όχι από πολιτικές ή άλλες διώξεις). Πρόκειται στην πράξη για μια μορφή λογοκρισίας -και σε ένα επίπεδο, μάλιστα, αυτολογοκρισίας. Γιατί ενώ ένας ώριμος και πνευματικός άνθρωπος δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τη γριά που ανεβαίνει την ανηφόρα της Τήνου με τα γόνατα για να τη δει ο ενάρετος Γκάνταλφ στον ουρανό με οτιδήποτε άλλο παρά οίκτο και (πολιτισμένη) απέχθεια, κανένας δεν το λέει ανοιχτά. Αυτή η γριά, και όλοι οι άλλοι (συνήθως πολύ μεγάλης ηλικίας) "πολύ" πιστοί Χριστιανοί μπορεί να μη ζώνονται με εκρηκτικά και να αυτοκτονούν στο όνομα της πίστης τους όπως οι φονταμενταλιστές της Ανατολής, αλλά υπηρετούν με τη στάση ζωής του ένα σκοταδισμό συγγενή, και η πίστη τους μπορεί να μην είναι θανατηφόρα, αλλά είναι τρομακτικά επιζήμια για την κοινωνία και -για να το διογκώσουμε λίγο το θέμα- την ανθρωπότητα. Αν και πολλοί άνθρωποι αυτό το βλέπουν και το αναγνωρίζουν, ελάχιστοι το εκφράζουν με οποιοδήποτε τρόπο. Αυτή η άποψη δεν κυκλοφορεί. Δεν διαδίδεται. Είναι ταμπού.
Εδώ θα μπορούσα να αναλύσω περισσότερο γιατί η θρησκεία είναι μια δύναμη που εχθρεύεται ανοιχτά τον άνθρωπο (τη γυναίκα, το παιδί, την επιστήμη, τη διαφορετικότητα, την ελευθερία, όλα αυτά) και αποτελεί εμπόδιο για την εξέλιξή μας ως είδος, αλλά ευτυχώς το έχουν κάνει πολύ καλύτερα από ό,τι θα μπορούσα εγώ άνθρωποι πολύ σημαντικοί και σπουδαίοι. Σε καλώ να διαβάσεις τα εξής έργα:
The God Delusion, του Ρίτσαρντ Ντόκινς
(και μια σύνοψη με σχολιασμό, και μια συνέντευξή του)
god is Not Great, του Κρίστοφερ Χίτσενς
(επίσης, αποσπάσματα και μια ωραία, κάπως αρνητική κριτική του)
Αυτά αρκούν, δε χρειάζεται να πάμε πιο πίσω στο Μπέρτραντ Ράσελ και το μπλέξουμε το θέμα. Αυτά τα βιβλία και αυτή η σχολή σκέψης υποστηρίζει πως η αφασική ενοχή προς το σκοταδισμό πρέπει να τελειώσει, και πρέπει να παραδεχτούμε κάποια στιγμή (στους εαυτούς μας πρώτα) ότι οι φονταμενταλιστές Ισλαμιστές, οι "ξαναγεννημένοι" Αμερικάνοι και οι Ελληνίδες γριές που μπουσουλάν στο λόφο αντιπροσωπεύουν κάτι σκοτεινό και αρνητικό, κάτι βάναυσο.
Το Πρόβλημα είναι πως οι ειδήσεις θα δείξουν πάλι τις εικόνες με τις γριές να μπουσουλάν, και το voice over θα είναι γλυκανάλατο και ανώδυνο, σα να περιγράφει κάτι όμορφο και σπάνιο και αξιοθαύμαστο. Το Πρόβλημα είναι ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων που θα φτιάξουν το ρεπορτάζ θα ανήκει στην κατηγορία των "εθιμικών" Χριστιανών, και παρ' όλα αυτά θα δείξουν μια ανοχή και μια επιείκεια και μια αγάπη στο θέαμα αυτής της, όπως και να το κάνουμε, βίαιης προσβολής της ανθρώπινης υπόστασης. Το Πρόβλημα είναι η αυτολογοκρισία της Ελληνικής κοινωνίας (και) στα θέματα τα θρησκευτικά, για λόγους καθόλου θρησκευτικούς.
Το Θρησκευτικό Πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το σημαντικότερο που αντιμετωπίζουμε ως χώρα. Όχι σήμερα. Αλλά είναι σοβαρό, και κάποια στιγμή (και εδώ δεν θα υπάρχουν τρόικες και εξωτερικοί παράγοντες), πρέπει να το λύσουμε. Και αυτό δεν πρόκειται να γίνει αν δεν ξυπνήσουν λίγο οι μη-φανατικοί, οι άθεοι, οι εθιμικοί, οι Έλληνες που δεν είναι γριές που σκαρφαλώνουν λόφους. Αυτοί πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουν να βλέπουν τις εικόνες στις ειδήσεις και να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που βλέπουν είναι λάθος. Να αναγνωρίσουν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά μ' αυτούς τους ανθρώπους.
Ρίξε μια ακόμα ματιά στη φωτογραφία της murplejane από πάνω.
Είναι λάθος. Έχουμε το δικαίωμα να το πούμε. Και πρέπει να το κάνουμε συχνότερα.
http://www.georgakopoulos.org/2011/08/there-is-no-god
Την τράβηξε η @murplejane και την ανέβασε στο Instagram, μιαν υπηρεσία που δυστυχώς δε ζει ελεύθερη στα Ίντερνετς αλλά αφορά μόνο τους κατόχους iPhone (είναι δωρεάν εφαρμογή, μπορείς να με βρεις κι εμένα εκεί μέσα, είμαι, όπως μαντεύεις, ο tgeorgakopoulos), και δείχνει ένα παιδάκι να μπουσουλάει σ' αυτό το διάδρομο που εκτείνεται από το λιμάνι της Τήνου μέχρι την είσοδο της εκκλησίας της Παναγίας. Δεν ξέρω τις συνθήκες στις οποίες τραβήχτηκε η φωτογραφία και τί πραγματικά συνέβηκε, αν δηλαδή το παιδάκι παίζει μιμούμενο τις γριές που κάνουν τη διαδρομή γονατιστές ζητώντας τη μαγική επέμβαση μιας ανώτερης δύναμης για την επίλυση των προβλημάτων τους, ή αν το έχουν αναγκάσει να κάνει κι αυτό το ίδιο, περίπτωση που, αν ισχύει, θα πρέπει ίσως να ευαισθητοποιήσει κάποιον (υποθέτω πασπαλισμένο με αλάτια) εισαγγελέα κάπου. Δεν ξέρω επίσης αν ο μορφασμός του πιτσιρίκου είναι πράγματι, όπως φαίνεται, πόνου, ή μια τυχαία σύλληψη του φακού, προοίμιο γέλιου ίσως.
Αυτό που ξέρω είναι πως δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη αφορμή για να ξανασκεφτώ (ειδικά αυτή τη μέρα που η θεοκρατική μας δημοκρατία γιορτάζει το θάνατο της μάνας του Μεσσία) το Θρησκευτικό Πρόβλημα της Ελλάδας.
Το "Θρησκευτικό Πρόβλημα της Ελλάδας", παρεμπιπτόντως, δεν το ορίζω όπως φαντάζεσαι. Προφανώς απεχθάνομαι την 12ετή υποχρεωτική κατήχηση των παιδιών στο σχολείο, τη μισθοδοσία των παπάδων από τον κρατικό προϋπολογισμό, την ορκωμοσία των βουλευτών στη Βίβλο από αρχιερείς με πετραχήλια και τον επαίσχυντο και κεντρικό ρόλο της Εκκλησίας στο κύκλωμα διαφθοράς που είναι η Ελληνική κοινωνικοοικοινομική πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι όλα αυτά δεν είναι η ασθένεια: Είναι τα συμπτώματα.
Το πρόβλημα, όπως το ορίζω εγώ, είναι η ανοχή και η αυτολογοκρισία.
Είμαστε, βλέπεις, και από αυτή την άποψη μια ιδιαίτερη περίπτωση χώρας εμείς. Ως θεοκρατική δημοκρατία διαφέρουμε αρκετά από άλλες θεοκρατικές δημοκρατίες (αν και όχι όσο -και όπως- νομίζουμε) σαν το Ιράν. Πρώτα απ' όλα, υπάρχουν λιγότεροι "Έλληνες Χριστιανοί" εκεί έξω από ό,τι θα υπέθεταν πολλοί, αλλά ταυτόχρονα περισσότεροι από όσοι φαντάζεσαι. Οι πιστοί Χριστιανοί, αυτοί που πιστεύουν ότι στ' αλήθεια υπήρξε ένας κύριος που τον λέγαν Ιησού και γεννήθηκε στη Ναζαρέτ από μια παρθένα και έκανε θαύματα, και ότι όταν οι ίδιοι πεθάνουν θα πάνε στον παράδεισο (και εγώ στην κόλαση) και ο καλός Θεούλης μας κοιτάει από τον ουρανό και όλα γίνονται επειδή είναι θέλημά του, είναι μεν πολλοί, αλλά είναι μόνο ένα υποσύνολο των Ελλήνων που δηλώνουν "Χριστιανοί". Οι υπόλοιποι είναι κυρίως άνθρωποι που ακολουθούν τα έθιμα του Χριστιανισμού (οικειοποιημένα από την Εκκλησία παγανιστικά έθιμα του παρελθόντος, όλα τους), όχι για θρησκευτικούς λόγους αλλά για κοινωνικούς -δε χρειάζεται να πιστεύεις στην Ανάσταση για να εκτιμάς το κοκορέτσι- ενώ το καθαρά θεολογικό θέμα το αντιμετωπίζουν παραδοσιακά με μια διαλλακτική ασάφεια που μπορεί εν μέρει να υποδηλώνει πνευματική τεμπελιά, αλλά μάλλον περισσότερο παραπέμπει σε κάτι πιο ανθρώπινο: Καταλαβαίνουν ότι το θρησκευτικό δόγμα είναι ένα παραμύθι αλλά, μιας και δεν παίζει και κανέναν ουσιαστικό ρόλο στις πραγματικές, μη-θρησκευτικές ζωές τους, δεν θέλουν και να το πολυσκεφτούν, καθώς ενδόμυχα φοβούνται ότι η ευθεία άρνησή του μπορεί να τους στοιχίσει μέρος της ταυτότητάς τους, με αποτέλεσμα να στερηθούν και το κοκορέτσι.
(Ανάμεσα στις δύο κατηγορίες υπάρχει και μια άλλη, των υποκριτών, που δηλώνουν Χριστιανοί και επωφελούνται ενσυνείδητα από αυτή τους την δήλωση, παρ' όλο που η συμπεριφορά τους σε κανένα επίπεδο της προσωπικής τους ζωής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί "χριστιανική" -ένα μεγάλο μέρος του "πληρώματος" της διεφθαρμένης Ελληνικής Εκκλησίας ανήκει σ' αυτή την κατηγορία).
Το Πρόβλημα, λοιπόν, είναι η ανοχή και η επιείκεια των υπολοίπων "Εθιμικά Χριστιανών" και των (πολύ λιγότερων) συνειδητά μη-Χριστιανών απέναντι στους κανονικούς πιστούς Χριστιανούς.
Είναι παγκόσμιο πρόβλημα: Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας, μια ιδεολογική κατάκτηση αναμφισβήτητης αξίας, έχει καταντήσει (διαστρεβλωμένος) να χρησιμεύει ώς προστατευτικός μηχανισμός οποιασδήποτε σκοταδιστικής και μισαλλόδοξης ιδεολογίας (κι εδώ, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, εννοώ προστασία από την κριτική και το σχολιασμό, όχι από πολιτικές ή άλλες διώξεις). Πρόκειται στην πράξη για μια μορφή λογοκρισίας -και σε ένα επίπεδο, μάλιστα, αυτολογοκρισίας. Γιατί ενώ ένας ώριμος και πνευματικός άνθρωπος δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τη γριά που ανεβαίνει την ανηφόρα της Τήνου με τα γόνατα για να τη δει ο ενάρετος Γκάνταλφ στον ουρανό με οτιδήποτε άλλο παρά οίκτο και (πολιτισμένη) απέχθεια, κανένας δεν το λέει ανοιχτά. Αυτή η γριά, και όλοι οι άλλοι (συνήθως πολύ μεγάλης ηλικίας) "πολύ" πιστοί Χριστιανοί μπορεί να μη ζώνονται με εκρηκτικά και να αυτοκτονούν στο όνομα της πίστης τους όπως οι φονταμενταλιστές της Ανατολής, αλλά υπηρετούν με τη στάση ζωής του ένα σκοταδισμό συγγενή, και η πίστη τους μπορεί να μην είναι θανατηφόρα, αλλά είναι τρομακτικά επιζήμια για την κοινωνία και -για να το διογκώσουμε λίγο το θέμα- την ανθρωπότητα. Αν και πολλοί άνθρωποι αυτό το βλέπουν και το αναγνωρίζουν, ελάχιστοι το εκφράζουν με οποιοδήποτε τρόπο. Αυτή η άποψη δεν κυκλοφορεί. Δεν διαδίδεται. Είναι ταμπού.
Εδώ θα μπορούσα να αναλύσω περισσότερο γιατί η θρησκεία είναι μια δύναμη που εχθρεύεται ανοιχτά τον άνθρωπο (τη γυναίκα, το παιδί, την επιστήμη, τη διαφορετικότητα, την ελευθερία, όλα αυτά) και αποτελεί εμπόδιο για την εξέλιξή μας ως είδος, αλλά ευτυχώς το έχουν κάνει πολύ καλύτερα από ό,τι θα μπορούσα εγώ άνθρωποι πολύ σημαντικοί και σπουδαίοι. Σε καλώ να διαβάσεις τα εξής έργα:
The God Delusion, του Ρίτσαρντ Ντόκινς
(και μια σύνοψη με σχολιασμό, και μια συνέντευξή του)
god is Not Great, του Κρίστοφερ Χίτσενς
(επίσης, αποσπάσματα και μια ωραία, κάπως αρνητική κριτική του)
Αυτά αρκούν, δε χρειάζεται να πάμε πιο πίσω στο Μπέρτραντ Ράσελ και το μπλέξουμε το θέμα. Αυτά τα βιβλία και αυτή η σχολή σκέψης υποστηρίζει πως η αφασική ενοχή προς το σκοταδισμό πρέπει να τελειώσει, και πρέπει να παραδεχτούμε κάποια στιγμή (στους εαυτούς μας πρώτα) ότι οι φονταμενταλιστές Ισλαμιστές, οι "ξαναγεννημένοι" Αμερικάνοι και οι Ελληνίδες γριές που μπουσουλάν στο λόφο αντιπροσωπεύουν κάτι σκοτεινό και αρνητικό, κάτι βάναυσο.
Το Πρόβλημα είναι πως οι ειδήσεις θα δείξουν πάλι τις εικόνες με τις γριές να μπουσουλάν, και το voice over θα είναι γλυκανάλατο και ανώδυνο, σα να περιγράφει κάτι όμορφο και σπάνιο και αξιοθαύμαστο. Το Πρόβλημα είναι ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων που θα φτιάξουν το ρεπορτάζ θα ανήκει στην κατηγορία των "εθιμικών" Χριστιανών, και παρ' όλα αυτά θα δείξουν μια ανοχή και μια επιείκεια και μια αγάπη στο θέαμα αυτής της, όπως και να το κάνουμε, βίαιης προσβολής της ανθρώπινης υπόστασης. Το Πρόβλημα είναι η αυτολογοκρισία της Ελληνικής κοινωνίας (και) στα θέματα τα θρησκευτικά, για λόγους καθόλου θρησκευτικούς.
Το Θρησκευτικό Πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το σημαντικότερο που αντιμετωπίζουμε ως χώρα. Όχι σήμερα. Αλλά είναι σοβαρό, και κάποια στιγμή (και εδώ δεν θα υπάρχουν τρόικες και εξωτερικοί παράγοντες), πρέπει να το λύσουμε. Και αυτό δεν πρόκειται να γίνει αν δεν ξυπνήσουν λίγο οι μη-φανατικοί, οι άθεοι, οι εθιμικοί, οι Έλληνες που δεν είναι γριές που σκαρφαλώνουν λόφους. Αυτοί πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουν να βλέπουν τις εικόνες στις ειδήσεις και να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που βλέπουν είναι λάθος. Να αναγνωρίσουν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά μ' αυτούς τους ανθρώπους.
Ρίξε μια ακόμα ματιά στη φωτογραφία της murplejane από πάνω.
Είναι λάθος. Έχουμε το δικαίωμα να το πούμε. Και πρέπει να το κάνουμε συχνότερα.
http://www.georgakopoulos.org/2011/08/there-is-no-god
Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013
Ο ΓΑΠ κι ο Ντέμης Ρούσος
του Θανάση Χειμώνα
Ανάμεσα σε μια σειρά συγκλονιστικών πολιτικών εξελίξεων(πώληση του 902 σε Κυπραίους, εξωφρενικής σημασίας επίσκεψη Αντώνη Σαμαρά στις ΗΠΑ) έσκασε ως βόμβα μια συνταρακτική είδηση που άλλαξε μια για πάντα την εικόνα του παγκοσμίου γίγνεσθαι. Όπως λοιπόν διαβάσαμε (και σε ψιλοσοβαρά site…) «Ο σαμιακός λαός έκρινε ανεπιθύμητο τον Γιώργο Παπανδρέου» ή πάλι «Persona non grata o Παπανδρέου στη Σάμο» καθώς και «Αγανάκτηση στους Σαμιώτες από την παρουσία Παπανδρέου».
Προσωπικά, μόλις πληροφορήθηκα (από το μαρτυρικό Λουτράκι όπου παραθέριζα) το συγκλονιστικό αυτό συμβάν προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου τις εικόνες. Πως θα ήταν άραγε(ς); Φαντάστηκα έναν ξεχειλισμένο ποταμό από Σαμιώτες με επικεφαλής μια μετεμψύχωση του θρυλικού ντόπιου οπλαρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη ή –στην χειρότερη- την Άντζυ Σαμίου αυτοπροσώπως (εδώ που τα λέμε, χαλαρά θα πήγαινε η αγαπημένη αοιδός) να φωνάζουν βροντερά και βιτριολικά συνθήματα κατά του δωσίλογου γκαουλάιτερ και επιφανούς στελέχους της Λέσχης (μπόντι) Μπίλντερμπεργκ, ΓΑΠ.
Φευ, η αλήθεια ήταν σαφώς πιο πεζή… Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα μάτσο αργόσχολους (που δεν γέμιζαν ταξί ούτε με τον ταξιτζή) οι οποίοι δεν είχαν απολύτως τίποτα καλύτερο να κάνουν ένα αυγουστιάτικο σαββατόβραδο από το να μαζευτούν έξω από το ξενοδοχείο όπου διέμενε ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας και να φωνάξουν τις συνήθεις εθνοψευτοαριστερές μπούρδες. Μάλιστα, οι εν λόγω τυπάδες, για να οργανώσουν όσο το δυνατόν καλύτερα το χάπενίνγκ τους, τύπωσαν και σχετική αφίσα η οποία έγραφε κατά λέξη «ΕΙΣΑΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΣΤΗ ΣΑΜΟ. ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΣΑΜΙΩΤΕΣ ΖΗΤΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΟΥ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ» (sorry για τα κεφαλαία αλλά φαίνεται πως οι λέξεις «πατριωτισμός» και caps lock είναι ταυτόσημες σε αυτή την χώρα) απεικονίζοντας τον Παπανδρέου ως ζόμπι! Μιλάμε για έμπνευση, όχι αστεία…
Κι όμως… για πολλοστή φορά μια στημένη ενέργεια μιας χούφτας νοματαίων (ακούστηκε πως πίσω απ’ όλο αυτό το νταβαντούρι κρύβεται πολιτευτής ακραιφνούς αντιμνημονιακού κόμματος) βαπτίστηκε σε χρόνο dt «παλλαϊκή αντίδραση». Ξάφνου, η Σάμος παρουσιάστηκε ως το νέο «γαλατικό χωριό» που αντιστέκεται στον ποταπό πρωτεργάτη του επαχθούς και απεχθούς Μνημονίου. Και φυσικά, είναι πλέον ξεκάθαρο πως απλώς επιτρέπεται στον κάθε φλούφλη να κυκλοφορεί όποτε γουστάρει μια αφίσα τύπου Φαρ Ουέστ (αξέχαστη by the way εκείνη που «κοσμούσε» πριν λίγα χρόνια τους αθηναϊκούς τοίχους, αποκαλώντας τον Νίκο Ευαγγελάτο «σύζυγο» (sic) Tατιάνας) προτρέποντας τους «αγανακτισμένους πολίτες» να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Είναι τόσο παράδοξο. Αυτοί που τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να μας πείσουν πως ζούμε Χούντα και δικτα(κ)τορία και πως δεν έχουμε δημοκρατία είναι ακριβώς οι ίδιοι που κάνουν ό,τι μπορούν για να την καταλύσουν. Απαγορεύοντας σε πολιτικούς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, στον οποιονδήποτε όχι απλώς να εκφράσει την (διαφορετική από την δική τους) άποψή του αλλά ακόμα και να κυκλοφορεί στον δρόμο. Σε μια χώρα, όπου κάποιοι επιμένουν πεισματικά να ταυτίζουν τον «όχλο» με τον «λαό».
Γιατί όμως τέτοιο μένος για τον Γιώργο Παπανδρέου; Μπορώ να σκεφτώ πολλούς λόγους. Ο επικρατέστερος; Γιατί έτσι τους είπανε. Έτσι τους είπε ο Μπάμπης ο Σουγιάς (που θα έλεγαν και οι ΑΜΑΝ). Αν τους έλεγε πως για την κρίση φταίει ο Ντέμης Ρούσσος θα κυνηγούσαν τον Ντέμη Ρούσσο. Μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό τους. Αυτοί είναι.
http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/%CE%B8%CE%B5%CE%BC%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7/%CE%BF-%CE%B3%CE%B1%CF%80-%CE%BA%CE%B9-%CE%BF-%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%BC%CE%B7%CF%82-%CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%BF%CF%82
Προσωπικά, μόλις πληροφορήθηκα (από το μαρτυρικό Λουτράκι όπου παραθέριζα) το συγκλονιστικό αυτό συμβάν προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου τις εικόνες. Πως θα ήταν άραγε(ς); Φαντάστηκα έναν ξεχειλισμένο ποταμό από Σαμιώτες με επικεφαλής μια μετεμψύχωση του θρυλικού ντόπιου οπλαρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη ή –στην χειρότερη- την Άντζυ Σαμίου αυτοπροσώπως (εδώ που τα λέμε, χαλαρά θα πήγαινε η αγαπημένη αοιδός) να φωνάζουν βροντερά και βιτριολικά συνθήματα κατά του δωσίλογου γκαουλάιτερ και επιφανούς στελέχους της Λέσχης (μπόντι) Μπίλντερμπεργκ, ΓΑΠ.
Φευ, η αλήθεια ήταν σαφώς πιο πεζή… Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα μάτσο αργόσχολους (που δεν γέμιζαν ταξί ούτε με τον ταξιτζή) οι οποίοι δεν είχαν απολύτως τίποτα καλύτερο να κάνουν ένα αυγουστιάτικο σαββατόβραδο από το να μαζευτούν έξω από το ξενοδοχείο όπου διέμενε ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας και να φωνάξουν τις συνήθεις εθνοψευτοαριστερές μπούρδες. Μάλιστα, οι εν λόγω τυπάδες, για να οργανώσουν όσο το δυνατόν καλύτερα το χάπενίνγκ τους, τύπωσαν και σχετική αφίσα η οποία έγραφε κατά λέξη «ΕΙΣΑΙ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ ΣΤΗ ΣΑΜΟ. ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΣΑΜΙΩΤΕΣ ΖΗΤΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΟΥ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ» (sorry για τα κεφαλαία αλλά φαίνεται πως οι λέξεις «πατριωτισμός» και caps lock είναι ταυτόσημες σε αυτή την χώρα) απεικονίζοντας τον Παπανδρέου ως ζόμπι! Μιλάμε για έμπνευση, όχι αστεία…
Κι όμως… για πολλοστή φορά μια στημένη ενέργεια μιας χούφτας νοματαίων (ακούστηκε πως πίσω απ’ όλο αυτό το νταβαντούρι κρύβεται πολιτευτής ακραιφνούς αντιμνημονιακού κόμματος) βαπτίστηκε σε χρόνο dt «παλλαϊκή αντίδραση». Ξάφνου, η Σάμος παρουσιάστηκε ως το νέο «γαλατικό χωριό» που αντιστέκεται στον ποταπό πρωτεργάτη του επαχθούς και απεχθούς Μνημονίου. Και φυσικά, είναι πλέον ξεκάθαρο πως απλώς επιτρέπεται στον κάθε φλούφλη να κυκλοφορεί όποτε γουστάρει μια αφίσα τύπου Φαρ Ουέστ (αξέχαστη by the way εκείνη που «κοσμούσε» πριν λίγα χρόνια τους αθηναϊκούς τοίχους, αποκαλώντας τον Νίκο Ευαγγελάτο «σύζυγο» (sic) Tατιάνας) προτρέποντας τους «αγανακτισμένους πολίτες» να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Είναι τόσο παράδοξο. Αυτοί που τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να μας πείσουν πως ζούμε Χούντα και δικτα(κ)τορία και πως δεν έχουμε δημοκρατία είναι ακριβώς οι ίδιοι που κάνουν ό,τι μπορούν για να την καταλύσουν. Απαγορεύοντας σε πολιτικούς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, στον οποιονδήποτε όχι απλώς να εκφράσει την (διαφορετική από την δική τους) άποψή του αλλά ακόμα και να κυκλοφορεί στον δρόμο. Σε μια χώρα, όπου κάποιοι επιμένουν πεισματικά να ταυτίζουν τον «όχλο» με τον «λαό».
Γιατί όμως τέτοιο μένος για τον Γιώργο Παπανδρέου; Μπορώ να σκεφτώ πολλούς λόγους. Ο επικρατέστερος; Γιατί έτσι τους είπανε. Έτσι τους είπε ο Μπάμπης ο Σουγιάς (που θα έλεγαν και οι ΑΜΑΝ). Αν τους έλεγε πως για την κρίση φταίει ο Ντέμης Ρούσσος θα κυνηγούσαν τον Ντέμη Ρούσσο. Μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό τους. Αυτοί είναι.
http://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/%CE%B8%CE%B5%CE%BC%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7/%CE%BF-%CE%B3%CE%B1%CF%80-%CE%BA%CE%B9-%CE%BF-%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%BC%CE%B7%CF%82-%CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%BF%CF%82
Τρίτη 13 Αυγούστου 2013
Mα φοβούνται τον ΓΑΠ;
του Τάκη Μίχα
Και αίφνης γέμισε ο κυβερνοχώρος από τη μεγάλη «είδηση»: H Σάμος το όμορφο νησί του Ανατολικού Αιγαίου είχε «ξεσηκωθεί»! Εγκαταλείποντας καφενεία, μπάνια, παραλίες δουλειές ο ηρωικός λαός της Σάμου είχε κατακλύσει τους δρόμους με ένα και μοναδικό αίτημα:
Να φύγει από τη Σάμο ο Γιώργος Παπανδρέου πού εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στο νησί.
Και φυσικά το «ρεπορτάζ» δεν περιορίσθηκε εκεί: Ταχύτατα επεκτάθηκε και στις απαραίτητες αστακομακαρονάδες και άλλα πολυτελή εδέσματα τα οποία αρέσκεται να καταναλώνει ο τ. πρωθυπουργός τη στιγμή που όπως μας θύμιζαν τα δημοσιεύματα οι Έλληνες αυτοκτονούν κατά εκατοντάδες επειδή δεν έχουν τίποτα να φάνε.
Αλλά για να είμαστε fair δεν ήταν όλα media που επρόβαλλαν αυτή τη σημαντική «είδηση»: Ήταν κυρίως αυτά που ανήκουν στο λεγόμενο «φαιοκόκκινο μέτωπο» που όπως είναι γνωστό εδώ και αρκετό χρόνια παίζει καθοριστικό ρόλο στην (παρα)πληροφόρηση στη χώρα μας.
Όμως δυστυχώς ή ευτυχώς η «είδηση» δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Αυτό που είχε συμβεί ήταν ότι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες -που μαζί με τους εθνικομπολσεβίκους αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του «φαιοκόκκινου μετώπου»- προσπάθησαν πράγματι να δημιουργήσουν «κατάσταση» στο νησί με ιδιαίτερα πενιχρά αποτελέσματα. 5-6 φουκαράδες μαζεύτηκαν τελικά έξω από το Dorissa Bay, το ξενοδοχείο που διέμενε ο τ. πρωθυπουργός, για να εκφράσουν την «οργή» τους για το «ξεπούλημα» της χώρας.
Πάντως η ιστορία αυτή της δημιουργίας, αναπαραγωγής και διάδοσης μιας «είδησης» που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα αλλά απλά εξυπηρετούσε πολιτικούς στόχους αποκαλύπτει δύο πολύ ενδιαφέροντα πράγματα:
Το πρώτο είναι ο αξιοζήλευτος βαθμός συντονισμού και αδίστακτης παραποίησης της πραγματικότητας την οποία επιδεικνύουν τα media του φαιοκόκκινου χώρου. Αυτό τους δίνει ένα αδιαμφισβήτητο προβάδισμα όσον αφορά την πάλη για τον επηρεασμό της κοινής γνώμης σε σχέση με τα «μετριοπαθή» ή «σοβαρά» media τα οποία στην προσπάθειά τους μην τυχόν και αδικήσουν το δένδρο ξεχνούν πολλές φορές τελείως το δάσος.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο της κατά τα άλλα κωμικής αυτής ιστορίας είναι ότι για τις φαιοκόκκινες συνιστώσες ο Γιώργος Παπανδρέου εξακολουθεί να παραμένει ο υπ’ αριθμόν 1 εχθρός. Όχι απλά ένας πολιτικός αντίπαλος αλλά η ενσάρκωση του Βελζεβούλ στη γη. Αυτό κατά την άποψή μου δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι φέρεται να εκπροσωπεί αξίες διαμετρικά αντίθετες απ αυτές του μετώπου, αλλά επίσης και κυρίως επειδή διαβλέπουν ότι είναι ο μοναδικός Έλληνας πολιτικός ηγέτης που θα μπορούσε να συνεισφέρει ουσιαστικά στη διαμόρφωση ενός μαχόμενου αντιολοκληρωτικού χώρου.
Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013
Tο δίλημμα της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας
David Rueda,
Johannes Lindvall,
©Progressive Governance, 05/08/2013
Η σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων είκοσι ετών στη σουηδική πολιτική είναι η παρακμή της εκλογικής απήχησης του «σουηδικού σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος» (SAP). Κατά τη διάρκεια ολόκληρης σχεδόν της μεταπολεμικής περιόδου, το SAP λάβαινε στις εκλογές ποσοστά της τάξης του 45%. Ακόμα και το 1994, έλαβε το 45.3% των εγκύρων ψηφοδελτίων. Έκτοτε το καλύτερο αποτέλεσμά του το πέτυχε το 2002 (39.9%). Το 1998 έλαβε 36.4%, το 2006 35%, το 2010 μόλις 30.7%.
Αυτό που ξεχώρισε τις δύο τελευταίες εκλογές, του 2006 και του 2010, ήταν πως η συνολική υποστήριξη προς την κεντροαριστερά μειώθηκε απότομα. Το 1998, οι απώλειες του SAP διοχετεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό προς το «αριστερό κόμμα» (V),πράγμα που επέτρεψε στον Γκόραν Πέρσον (Göran Persson) να παραμείνει πρωθυπουργός. Αντιθέτως, μεταξύ 2002 και 2010 η υποστήριξη προς το V και τους «πράσινους» δεν αυξήθηκε καθόλου. Αντιθέτως, η συνολική υποστήριξη προς την κεντροαριστερά έπεσε, από το 53% στο 43.6%.
Αυτές είναι αξιομνημόνευτες αλλαγές, που αδιαμφισβήτητα θα απασχολούν για πολλά χρόνια τους πολιτικούς επιστήμονες και τους σχολιαστές. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δείξαμε πως η αποδυνάμωση του SAP οφείλεται εν πολλοίς στο ότι οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν πια να συμβιβάσουν τις απαιτήσεις δύο διακριτών ομάδων ψηφοφόρων που παραδοσιακά τους στήριζαν:
από τη μια τους «ευάλωτους» «εκτός» αγοράς εργασίας, που έχουν επισφαλείς θέσεις εργασίας ή είναι άνεργοι κι
από την άλλη τους «βολεμένους» «εντός» αγοράς εργασίας, που έχουν σταθερή και προστατευμένη δουλειά.
Η βαθιά οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1990 άλλαξε την αγορά εργασίας της Σουηδίας. Ο αριθμός των «ευάλωτων» αυξήθηκε κατά πολύ, οξύνοντας την υποβόσκουσα αντίθεση μεταξύ «ευάλωτων» και «βολεμένων».
Οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν εν κενώ. Οι «εντός» αγοράς εργασίας είναι πολύ λιγότερο ευάλωτοι στην ανεργία από τους «εκτός» και άρα πολύ λιγότερο διατεθειμένοι να υποστηρίξουν κόμματα που πρεσβεύουν γενναιόδωρες πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας ή αύξηση των επιδομάτων των ανέργων. Από την άλλη, οι «ευάλωτοι» είτε είναι ήδη άνεργοι, είτε απασχολούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Οι πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης και των επιδομάτων ανεργίας τους αφορούν πολύ περισσότερο.
Σε περιόδους εξασθένησης της αγοράς εργασίας όμως, είναι πολύ δύσκολο για τα κεντροαριστερά κόμματα να απευθυνθούν ταυτόχρονα στις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες: αν δώσουν έμφαση σε πολιτικές στήριξης των «βολεμένων», ωθούν τους «ευάλωτους» να υποστηρίξουν ακραίες πολιτικές -ή να αποχωρήσουν όλως διόλου από τον πολιτικό στίβο· αν προωθήσουν πολιτικές στήριξης των «ευάλωτων», κινδυνεύουν να υποστούν απώλειες στους «βολεμένους». Στην ιστορία των σουηδικών εκλογών, το πρώτο συνέβη στις εκλογές του 1998· το δεύτερο σε εκείνες του 2006 και του 2010.
Ας ξεκινήσουμε με τις εκλογές του 1998, όταν η απήχηση του SAP έπεσε κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες. Στην προεκλογική περίοδο εκείνης της χρονιάς, το SAP έδωσε έμφαση σε πολιτικές που απευθύνονταν στη μεσαία τάξη των «βολεμένων» και δεν νοιάζονταν τόσο για την ανεργία όσο το 1994. Το χαρακτηριστικότερο δείγμα της στροφής των σοσιαλδημοκρατών προς τους «μεσαίους» ψηφοφόρους ήταν η υπόσχεση πως θα «πάγωναν» τις υψηλότερες κλίμακες διδάκτρων στους κρατικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς. Αυτό το μέτρο μείωνε το κόστος της ανατροφής των παιδιών στους οικογενειάρχες με μεσαία και υψηλά εισοδήματα, μια ομάδα ψηφοφόρων που, όπως είναι προφανές, ανήκουν μάλλον στους «βολεμένους», παρά στους «ευάλωτους».
Στην εμπειρική μας ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς στις εκλογές του 1998, δείξαμε πως οι «ευάλωτοι» είχαν διπλάσιες πιθανότητες να ψηφίσουν την αριστερά από ότι οι «βολεμένοι», αλλά και διπλάσιες πιθανότητες να επιλέξουν την αποχή. Αυτό σημαίνει πως η επιλογή των σοσιαλδημοκρατών να απευθυνθούν προνομιακά στους μεσαίους ψηφοφόρους εξώθησε τους «ευάλωτους» προς τα αριστερότερα -ή εκτός πολιτικής πεδιάς. Δείξαμε επίσης πως οι βαριές εκλογικές απώλειες του SAP μεταξύ 1994 και 1998 αφορούσαν κυρίως «ευάλωτους» ψηφοφόρους: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το 1998 το τυπικό μέλος του ενεργού πληθυσμού είχε 18% λιγότερες πιθανότητες από ότι το 1994 να ψηφίσει SAP αν ήταν «ευάλωτος», αλλά μόνο 8.5% αν ήταν «βολεμένος».
Το 2006 και το 2010, «βολεμένοι» και «ευάλωτοι» ψήφισαν και πάλι διαφορετικά. Αλλά σε αμφότερες τις εκλογικές αναμετρήσεις, τα κεντροδεξιά κόμματα και ιδίως οι «μετριοπαθείς» διεξήγαγαν μια στοχευμένη προεκλογική εκστρατεία προσεταιρισμού των «βολεμένων», ενώ οι σοσιαλδημοκράτες στράφηκαν στην υποστήριξη των συμφερόντων των «ευάλωτων». Οι πολιτικές απασχόλησης που πρέσβευαν τα κεντροδεξιά κόμματα στην προεκλογική περίοδο του 2006 -κι εφαρμόστηκαν μεταξύ 2006 και 2010- περιλάμβαναν περικοπές των επιδομάτων για τους μακροχρόνια άνεργους και μείωση της φορολόγησης της μισθωτής εργασίας. Σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί και «πράσινοι» αντιτάχτηκαν στις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις αυτές, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα των «ευάλωτων».
Αυτή η στρατηγική προστάτευσε μεν τους σοσιαλδημοκράτες από τις απώλειες προς την αριστερά και την αύξηση της αποχής των κεντροαριστερών πολιτών που είχαν υποστεί το 1998, αλλά είχε άλλες παρενέργειες: το βασικότερο συμπέρασμά μας από τις εκλογές του 2006 και του 2010 είναι πως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, οι «βολεμένοι» έτειναν να ψηφίζουν πολύ λιγότερο την κεντροαριστερά σε σχέση με τους «ευάλωτους» Σύμφωνα με τις αναλύσεις μας, το 2002 ένα τυπικό μέλος της εργατικής δύναμης είχε μόλις 4.7% περισσότερες πιθανότητες να ψηφίσει υπέρ κάποιου κεντροαριστερού κόμματος αν ήταν «ευάλωτος» από ότι αν ήταν «βολεμένος» (διαφορά που δεν είναι στατιστικά σημαντική). Αλλά το 2006, αυτή η διαφορά είχε γίνει 12.2% και το 2010 18.3%! Μεταξύ 2002 και 2010, οι πιθανότητες να υπερψηφίσει ένας «βολεμένος» κάποιο κόμμα της κεντροαριστεράς είχαν μειωθεί κατά 11.3%. Αντιστοίχως, οι πιθανότητες να στραφεί προς την κεντροαριστερά ένας «ευάλωτος» ψηφοφόρος είχαν αυξηθεί κατά 13.2%.
Η κεντρική μας θέση είναι πως το δίλημμα «βολεμένοι» ή «ευάλωτοι» περιπλέκει τις εκλογικές επιλογές που αντιμετωπίζουν τα κεντροαριστερά κόμματα. Από την άποψη αυτή, η σουηδική περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς είναι λογικό να θεωρεί κανείς πως στο σουηδικό πλαίσιο η ένταση μεταξύ «ευάλωτων» και «βολεμένων» είναι πολύ λιγότερο έντονη από ότι σε άλλες χώρες. Η παρουσία ισχυρών και θεσμοποιημένων συνδικάτων και κοινωνικών μέτρων προστασίας της αγοράς εργασίας, σε συνδυασμό με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, λογικά καθιστούν λιγότερο φανερό στους ψηφοφόρους το χάσμα μεταξύ «βολεμένων» και «ευάλωτων».
Μπορούμε άρα να υποθέτουμε βάσιμα πως η μεγάλη σημασία που παίζει η ένταση μεταξύ «βολεμένων» και «ευάλωτων» στη Σουηδία, σημαίνει πως αλλού η ένταση αυτή μπορεί να είναι ακόμα σημαντικότερη. Θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμο να εξετασθούν εις βάθος οι επιπτώσεις του διλήμματος «"βολεμένοι" ή "ευάλωτοι"» στο πολιτικό παίγνιο και άλλων χωρών. Είναι πολύ πιθανό τα εθνικά χαρακτηριστικά να καθιστούν ορισμένα αριστερά κόμματα περισσότερο ή λιγότερο ευαίσθητα στην εξασφάλιση της υποστήριξης των «βολεμένων» (και αντίστοιχα περισσότερο ή λιγότερο εκτεθειμένα στην απώλεια της στήριξης των «ευάλωτων»).
Είναι επίσης πολύ πιθανόν αυτού του είδους οι μηχανισμοί που συζητούμε εδώ να μπορούν να εξηγήσουν τυουλάχιστο εν μέρει ορισμένες εκλογικές τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, ιδίως στις αναπτυγμένες δημοκρατίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κραυγαλέα αδυναμία των κεντροαριστερών κομμάτων της Ευρώπης να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008. Καθώς η ανεργία έχει αυξηθεί κατά πολύ σε πολλές πλούσιες δημοκρατίες, τα κεντροαριστερά κόμματα δεν κατορθώνουν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των «βολεμένων» με εκείνα των «ευάλωτων»: σε πολλές χώρες απαραίτητη προϋπόθεση για την εκλογική επικράτηση είναι η μαζική στήριξη των «βολεμένων» -που δεν απειλούνται σοβαρά από την ανεργία, παρά την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών μετά το 2008.
Αποτελεί μείζονα πρόκληση για πολλά κεντροαριστερά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Σουηδών του SAP, να αναπτύξουν πολιτικές που απευθύνονται και στους «βολεμένους» και στους «ευάλωτους». Κατά τη διάρκεια της μακράς τους ιστορίας, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες επέδειξαν την ικανότητα να προσελκύουν νέες ομάδες ψηφοφόρων, διατηρώντας την παραδοσιακή τους εκλογική βάση: ήραν π.χ. τις αντιθέσεις μεταξύ θρησκευόμενων και αντικληρικαλικών εργατών τις δεκαετίες του 1910 και 1920, μεταξύ εργατών και αγροτών τη δεκαετία του 1930, μεταξύ χειρονακτών και υπαλλήλων τη δεκαετία του 1950 κ.ο.κ. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες θα κατορθώσουν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των «βολεμένων» και των «ευάλωτων» που τόσο πολύ οξύνθηκαν τις δεκαετίες του 1990 και το 2000.
Ο David Rueda είναι καθηγητής συγκριτικής πολιτικής στην Οξφόρδη και ο Johannes Lindvall καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Λουντ στη Σουηδία
http://www.metarithmisi.gr/el/readAuthors.asp?authorID=464&page=1&textID=21231
Αυτό που ξεχώρισε τις δύο τελευταίες εκλογές, του 2006 και του 2010, ήταν πως η συνολική υποστήριξη προς την κεντροαριστερά μειώθηκε απότομα. Το 1998, οι απώλειες του SAP διοχετεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό προς το «αριστερό κόμμα» (V),πράγμα που επέτρεψε στον Γκόραν Πέρσον (Göran Persson) να παραμείνει πρωθυπουργός. Αντιθέτως, μεταξύ 2002 και 2010 η υποστήριξη προς το V και τους «πράσινους» δεν αυξήθηκε καθόλου. Αντιθέτως, η συνολική υποστήριξη προς την κεντροαριστερά έπεσε, από το 53% στο 43.6%.
Αυτές είναι αξιομνημόνευτες αλλαγές, που αδιαμφισβήτητα θα απασχολούν για πολλά χρόνια τους πολιτικούς επιστήμονες και τους σχολιαστές. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δείξαμε πως η αποδυνάμωση του SAP οφείλεται εν πολλοίς στο ότι οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν πια να συμβιβάσουν τις απαιτήσεις δύο διακριτών ομάδων ψηφοφόρων που παραδοσιακά τους στήριζαν:
από τη μια τους «ευάλωτους» «εκτός» αγοράς εργασίας, που έχουν επισφαλείς θέσεις εργασίας ή είναι άνεργοι κι
από την άλλη τους «βολεμένους» «εντός» αγοράς εργασίας, που έχουν σταθερή και προστατευμένη δουλειά.
Η βαθιά οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1990 άλλαξε την αγορά εργασίας της Σουηδίας. Ο αριθμός των «ευάλωτων» αυξήθηκε κατά πολύ, οξύνοντας την υποβόσκουσα αντίθεση μεταξύ «ευάλωτων» και «βολεμένων».
Οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν εν κενώ. Οι «εντός» αγοράς εργασίας είναι πολύ λιγότερο ευάλωτοι στην ανεργία από τους «εκτός» και άρα πολύ λιγότερο διατεθειμένοι να υποστηρίξουν κόμματα που πρεσβεύουν γενναιόδωρες πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας ή αύξηση των επιδομάτων των ανέργων. Από την άλλη, οι «ευάλωτοι» είτε είναι ήδη άνεργοι, είτε απασχολούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Οι πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης και των επιδομάτων ανεργίας τους αφορούν πολύ περισσότερο.
Σε περιόδους εξασθένησης της αγοράς εργασίας όμως, είναι πολύ δύσκολο για τα κεντροαριστερά κόμματα να απευθυνθούν ταυτόχρονα στις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες: αν δώσουν έμφαση σε πολιτικές στήριξης των «βολεμένων», ωθούν τους «ευάλωτους» να υποστηρίξουν ακραίες πολιτικές -ή να αποχωρήσουν όλως διόλου από τον πολιτικό στίβο· αν προωθήσουν πολιτικές στήριξης των «ευάλωτων», κινδυνεύουν να υποστούν απώλειες στους «βολεμένους». Στην ιστορία των σουηδικών εκλογών, το πρώτο συνέβη στις εκλογές του 1998· το δεύτερο σε εκείνες του 2006 και του 2010.
Ας ξεκινήσουμε με τις εκλογές του 1998, όταν η απήχηση του SAP έπεσε κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες. Στην προεκλογική περίοδο εκείνης της χρονιάς, το SAP έδωσε έμφαση σε πολιτικές που απευθύνονταν στη μεσαία τάξη των «βολεμένων» και δεν νοιάζονταν τόσο για την ανεργία όσο το 1994. Το χαρακτηριστικότερο δείγμα της στροφής των σοσιαλδημοκρατών προς τους «μεσαίους» ψηφοφόρους ήταν η υπόσχεση πως θα «πάγωναν» τις υψηλότερες κλίμακες διδάκτρων στους κρατικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς. Αυτό το μέτρο μείωνε το κόστος της ανατροφής των παιδιών στους οικογενειάρχες με μεσαία και υψηλά εισοδήματα, μια ομάδα ψηφοφόρων που, όπως είναι προφανές, ανήκουν μάλλον στους «βολεμένους», παρά στους «ευάλωτους».
Στην εμπειρική μας ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς στις εκλογές του 1998, δείξαμε πως οι «ευάλωτοι» είχαν διπλάσιες πιθανότητες να ψηφίσουν την αριστερά από ότι οι «βολεμένοι», αλλά και διπλάσιες πιθανότητες να επιλέξουν την αποχή. Αυτό σημαίνει πως η επιλογή των σοσιαλδημοκρατών να απευθυνθούν προνομιακά στους μεσαίους ψηφοφόρους εξώθησε τους «ευάλωτους» προς τα αριστερότερα -ή εκτός πολιτικής πεδιάς. Δείξαμε επίσης πως οι βαριές εκλογικές απώλειες του SAP μεταξύ 1994 και 1998 αφορούσαν κυρίως «ευάλωτους» ψηφοφόρους: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, το 1998 το τυπικό μέλος του ενεργού πληθυσμού είχε 18% λιγότερες πιθανότητες από ότι το 1994 να ψηφίσει SAP αν ήταν «ευάλωτος», αλλά μόνο 8.5% αν ήταν «βολεμένος».
Το 2006 και το 2010, «βολεμένοι» και «ευάλωτοι» ψήφισαν και πάλι διαφορετικά. Αλλά σε αμφότερες τις εκλογικές αναμετρήσεις, τα κεντροδεξιά κόμματα και ιδίως οι «μετριοπαθείς» διεξήγαγαν μια στοχευμένη προεκλογική εκστρατεία προσεταιρισμού των «βολεμένων», ενώ οι σοσιαλδημοκράτες στράφηκαν στην υποστήριξη των συμφερόντων των «ευάλωτων». Οι πολιτικές απασχόλησης που πρέσβευαν τα κεντροδεξιά κόμματα στην προεκλογική περίοδο του 2006 -κι εφαρμόστηκαν μεταξύ 2006 και 2010- περιλάμβαναν περικοπές των επιδομάτων για τους μακροχρόνια άνεργους και μείωση της φορολόγησης της μισθωτής εργασίας. Σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί και «πράσινοι» αντιτάχτηκαν στις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις αυτές, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα των «ευάλωτων».
Αυτή η στρατηγική προστάτευσε μεν τους σοσιαλδημοκράτες από τις απώλειες προς την αριστερά και την αύξηση της αποχής των κεντροαριστερών πολιτών που είχαν υποστεί το 1998, αλλά είχε άλλες παρενέργειες: το βασικότερο συμπέρασμά μας από τις εκλογές του 2006 και του 2010 είναι πως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, οι «βολεμένοι» έτειναν να ψηφίζουν πολύ λιγότερο την κεντροαριστερά σε σχέση με τους «ευάλωτους» Σύμφωνα με τις αναλύσεις μας, το 2002 ένα τυπικό μέλος της εργατικής δύναμης είχε μόλις 4.7% περισσότερες πιθανότητες να ψηφίσει υπέρ κάποιου κεντροαριστερού κόμματος αν ήταν «ευάλωτος» από ότι αν ήταν «βολεμένος» (διαφορά που δεν είναι στατιστικά σημαντική). Αλλά το 2006, αυτή η διαφορά είχε γίνει 12.2% και το 2010 18.3%! Μεταξύ 2002 και 2010, οι πιθανότητες να υπερψηφίσει ένας «βολεμένος» κάποιο κόμμα της κεντροαριστεράς είχαν μειωθεί κατά 11.3%. Αντιστοίχως, οι πιθανότητες να στραφεί προς την κεντροαριστερά ένας «ευάλωτος» ψηφοφόρος είχαν αυξηθεί κατά 13.2%.
Η κεντρική μας θέση είναι πως το δίλημμα «βολεμένοι» ή «ευάλωτοι» περιπλέκει τις εκλογικές επιλογές που αντιμετωπίζουν τα κεντροαριστερά κόμματα. Από την άποψη αυτή, η σουηδική περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς είναι λογικό να θεωρεί κανείς πως στο σουηδικό πλαίσιο η ένταση μεταξύ «ευάλωτων» και «βολεμένων» είναι πολύ λιγότερο έντονη από ότι σε άλλες χώρες. Η παρουσία ισχυρών και θεσμοποιημένων συνδικάτων και κοινωνικών μέτρων προστασίας της αγοράς εργασίας, σε συνδυασμό με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, λογικά καθιστούν λιγότερο φανερό στους ψηφοφόρους το χάσμα μεταξύ «βολεμένων» και «ευάλωτων».
Μπορούμε άρα να υποθέτουμε βάσιμα πως η μεγάλη σημασία που παίζει η ένταση μεταξύ «βολεμένων» και «ευάλωτων» στη Σουηδία, σημαίνει πως αλλού η ένταση αυτή μπορεί να είναι ακόμα σημαντικότερη. Θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμο να εξετασθούν εις βάθος οι επιπτώσεις του διλήμματος «"βολεμένοι" ή "ευάλωτοι"» στο πολιτικό παίγνιο και άλλων χωρών. Είναι πολύ πιθανό τα εθνικά χαρακτηριστικά να καθιστούν ορισμένα αριστερά κόμματα περισσότερο ή λιγότερο ευαίσθητα στην εξασφάλιση της υποστήριξης των «βολεμένων» (και αντίστοιχα περισσότερο ή λιγότερο εκτεθειμένα στην απώλεια της στήριξης των «ευάλωτων»).
Είναι επίσης πολύ πιθανόν αυτού του είδους οι μηχανισμοί που συζητούμε εδώ να μπορούν να εξηγήσουν τυουλάχιστο εν μέρει ορισμένες εκλογικές τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, ιδίως στις αναπτυγμένες δημοκρατίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κραυγαλέα αδυναμία των κεντροαριστερών κομμάτων της Ευρώπης να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008. Καθώς η ανεργία έχει αυξηθεί κατά πολύ σε πολλές πλούσιες δημοκρατίες, τα κεντροαριστερά κόμματα δεν κατορθώνουν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των «βολεμένων» με εκείνα των «ευάλωτων»: σε πολλές χώρες απαραίτητη προϋπόθεση για την εκλογική επικράτηση είναι η μαζική στήριξη των «βολεμένων» -που δεν απειλούνται σοβαρά από την ανεργία, παρά την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών μετά το 2008.
Αποτελεί μείζονα πρόκληση για πολλά κεντροαριστερά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Σουηδών του SAP, να αναπτύξουν πολιτικές που απευθύνονται και στους «βολεμένους» και στους «ευάλωτους». Κατά τη διάρκεια της μακράς τους ιστορίας, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες επέδειξαν την ικανότητα να προσελκύουν νέες ομάδες ψηφοφόρων, διατηρώντας την παραδοσιακή τους εκλογική βάση: ήραν π.χ. τις αντιθέσεις μεταξύ θρησκευόμενων και αντικληρικαλικών εργατών τις δεκαετίες του 1910 και 1920, μεταξύ εργατών και αγροτών τη δεκαετία του 1930, μεταξύ χειρονακτών και υπαλλήλων τη δεκαετία του 1950 κ.ο.κ. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες θα κατορθώσουν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των «βολεμένων» και των «ευάλωτων» που τόσο πολύ οξύνθηκαν τις δεκαετίες του 1990 και το 2000.
Ο David Rueda είναι καθηγητής συγκριτικής πολιτικής στην Οξφόρδη και ο Johannes Lindvall καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Λουντ στη Σουηδία
http://www.metarithmisi.gr/el/readAuthors.asp?authorID=464&page=1&textID=21231
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)