Κάποια πολύ πιστή κυρία, η κυρία Μαρία, έμενε μόνη της σε ένα όμορφο διώροφο σπίτι στην άκρη του χωριού. Πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. Άσχημη κουβέντα δεν είχε ποτέ κανείς ακούσει να βγαίνει από το στόμα της, βοηθούσε όσο μπορούσε αυτούς που είχαν ανάγκη, ήταν γενικά μια καλή χριστιανή.
Κάποτε, μετά από ημέρες συνεχούς κακοκαιρίας και βροχόπτωσης, ακούει στην τηλεόραση, πως το ποτάμι που διέσχιζε τον κάμπο έξω από το χωριό, κοντεύει να υπερχειλίσει και το χωριό της κινδυνεύει άμεσα να πλημμυρίσει. Οι αρχές έκαναν έκκληση στους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους!
Σοκαρισμένη, γονατίζει και προσεύχεται στον Θεό να τη σώσει από την καταστροφή!
Μετά από αρκετή ώρα προσευχής, ακούει χτυπήματα στην πόρτα.
Ένας αλλόφρων και λαχανιασμένος αστυνομικός της φωνάζει, για να ακουστεί μέσα στο αστραπόβροντο:
«Κυρία μου πρέπει να με ακολουθήσετε αμέσως. Από στιγμή σε στιγμή το χωριό θα πλημμυρίσει»!
Εκείνη πεπεισμένη πως, όντας μια εξαίρετη χριστιανή σε όλη της τη ζωή, ο Θεός θα εισακούσει τις εκκλήσεις της, του απαντά απότομα:
«Δεν πάω πουθενά! Εδώ θα κάτσω κι ο Θεός θα με σώσει»!
«Κυρία μου σας παρακαλώ, ελάτε. Δεν έχουμε πολύ χρόνο»!!!
«Δεν πάω πουθενά! Ο Θεός θα με σώσει, φύγετε»!
Απελπισμένος ο αστυνομικός φεύγει.
Δεν περνά πολλή ώρα και το χωριό πλημμυρίζει.
Το νερό εισβάλλει και στο σπίτι της κυρίας Μαρίας. Για να γλιτώσει ανεβαίνει στον επάνω όροφο και τρομαγμένη περιμένει δίπλα στο παράθυρο για ένα σημάδι.
Η στάθμη του νερού εντωμεταξύ συνεχίζει να ανεβαίνει γρήγορα και έχει σχεδόν φτάσει στο παράθυρό της.
Ξαφνικά μια ομάδα της ΕΜΑΚ, που γύριζε το πλημμυρισμένο χωριό με φουσκωτό, για να εντοπίσει τυχόν ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να διαφύγουν, τη βλέπει δίπλα στο παράθυρο και την πλησιάζει με τη βάρκα:
«Κυρία μου σωθήκατε, θα σας πάρουμε από εδώ»!
«Αφήστε με. Δεν θέλω να πάω πουθενά! Θα μείνω εδώ και ο Θεός θα με σώσει»!!
«Κυρία μου, σας παρακαλώ, ελάτε μαζί μας. Είναι πολύ επικίνδυνα εδώ»!
«Σας είπα, δεν πάω πουθενά. Είμαι σίγουρη πως ο Θεός θα με σώσει»!
Η στάθμη του νερού συνεχίζει να ανεβαίνει. Οι διασώστες φεύγουν και η κυρία Μαρία ανεβαίνει στην σκεπή, αφού τα νερά κατακλύζουν σιγά σιγά και τον δεύτερο όροφο του σπιτιού.
Εκεί, κάτω από καταρρακτώδη βροχή, ένα ελικόπτερο πλησιάζει πάνω από το σπίτι και της πετάει μια σκάλα:
«Ανεβείτε, να σωθείτε»!!!
«Όχι, φύγετε, δεν πάω πουθενά. Θα μείνω εδώ. Ο Θεός θα με σώσει»!
Ένα μέλος του πληρώματος κατεβαίνει τη σκάλα και της απλώνει το χέρι:
«Κυρία μου, πρέπει να έρθετε μαζί μου. Αν μείνετε εδώ θα πνιγείτε»!
«Φύγετε, δεν πάω πουθενά σας είπα! Αφήστε με! Ο Θεός θα με σώσει»!!!
Τελικά το ελικόπτερο φεύγει, τα νερά καλύπτουν τη σκεπή και η κυρία Μαρία πνίγεται…
Φτάνει στον Παράδεισο. Για πρώτη φορά έχει πολλά, πάρα πολλά νεύρα. Τσατισμένη ζητάει το Θεό για εξηγήσεις:
«Σε όλη μου τη ζωή ήμουν υπόδειγμα χριστιανού! Έκανα πάντα αυτά που έπρεπε! Και μια φορά που ζήτησα τη βοήθειά σου, εσύ με άφησες να πνιγώ»!!!
Κι ο Θεός της απαντά:
«Μωρή ηλίθια, για να σωθείς έστειλα την αστυνομία, την ΕΜΑΚ, μέχρι και ελικόπτερο!!! Τι άλλο έπρεπε να κάνω για να καταλάβεις»;;;;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου